Thursday, October 01, 2009

Paradise Lost

«Είμαστε στο 2009, ο Άνθρωπος έχει –από καιρό –φτάσει στο φεγγάρι», έλεγε και ξαναέλεγε σε όσους τον ρωτούσαν. «…Τι δηλαδή, θα άφηνα τα μαγαζιά στα υψώματα της Γαλαντζιάς να μου φάνε την πελατεία επειδή έχουν θέα το βουνό

Τα μαγαζιά για τα οποία μιλούσε είχαν εδώ και λίγο καιρό λανσάρει μια νέα μόδα στο χώρο της διασκέδασης: Εξωτικά κοκτέιλ στο μπαλκόνι με θέα το κατεχόμενο βουνό απέναντι, κάτι που το δικό του μαγαζί δεν είχε. Έπρεπε κάπως να αντιδράσει.

Οι αδιέξοδες συνομιλίες του καλοκαιριού έκαναν τη διάθεση του κόσμου νοσταλγική και σύντομα... όποιος είχε μια τρύπα σε ύψωμα με την απαιτούμενη θέα… εξασφάλιζε μια σταθερή –και μάλλον εύπορη –πελατεία. Βοήθησαν βέβαια και τα διάφορα έντυπα με τις μελό περιγραφές της συγκλονιστικής αυτής εμπειρίας, να αφιερώνεις λέει “…ακόμη και το χρόνο της διασκέδασης σου με τρόπο που κρατά ζωντανή τη φλόγα της επιθυμίας για επιστροφή…”. Μια ντουζίνα άρθρα με καλές φωτό, μερικές –ντόπιας εμβέλειας –διασημότητες σαν εκλεκτή πελατεία και …

Στην αρχή η στάση του ήταν αρνητική. «Και τι θαρρούν πως θα γίνει, θα διώξουν τον εχθρό με τον εμετό τους ή θα κοιτάνε προς τα εκεί όλοι μαζί με ανοιχτό το στόμα και θα τον φοβίσει η μπόχα, εεεε;»

Όταν όμως η μεγαλύτερη πριμαντόνα των τηλεοπτικών ΜΜΕ οργάνωσε ένα πολιτικού περιεχομένου πάνελ… σε μια ακριβώς από αυτές τις «βεράντες με θέα» … με κύριους συζητητές τις πιο «πιασάρικες» καρικατούρες της πολιτικής σκηνής… έγινε της Νεαρής Ξανθιάς Εκφωνήτριας!

Πρώτα έπεσε η κίνηση τα Σάββατα. «Μάλλον αυτή τη μέρα έχει πιο καθαρό ουρανό και βλέπεις καλύτερα», έλεγε με πικρό χαμόγελο. Μετά του έφυγαν και «τα Πέντε Αλάνια», μια μπάντα που έπαιζε στο μαγαζί του ρεμπέτικα και μπλουζ τις Κυριακές. Τους έκανε πρόταση ένα από αυτά τα μαγαζιά και τον αφήσανε στα κρύα του λουτρού ενώ είχαν προγραμματισμένες ακόμα 12 εμφανίσεις. «Τι διάολο πρέπει να κάνω, να τραγουδάω εγώ πατριωτικά άσματα στους πελάτες…», αναρωτήθηκε ενώ μιλούσε με ένα κολλητό του και έριξε το σφηνάκι τεκίλα μέσα στο γεμάτο ποτήρι μαύρης μπύρας.

Με το που μπήκε ο Οκτώβρης πέρασε στην αντεπίθεση. «Θα τους κάνω εγώ να τραγουδάνε τα “παπάκια” γυμνοί για να τραβήξουν κόσμο, τους μαλάκες… νομίσανε πως θα μου πάρουν την πελατεία και θα μείνω έτσι, με σταυρωμένα χέρια… δεν με ξέρουν καλά εμένα, εγώ είμαι μπάσταρδος και περήφανος γι’ αυτό…»

Βρήκε από ένα φίλο κομπιουτεράκια καλές κάμερες και ένα εύκολο λογισμικό, βρήκε και ένα μονάρι στη ταράτσα μια πολυκατοικίας, έστησε γραμμή και έβαλε την πρώτη μεγάλη οθόνη μπροστά ακριβώς από το μεγάλο παράθυρο του μαγαζιού, να κοιτάει προς τα μέσα. Όταν έβαλε και δεύτερη οθόνη ακριβώς πίσω από την πρώτη, έτσι ώστε να έχουν την ίδια θέα και όσοι κάθονταν έξω… άρχισε ο κόσμος να τσιμπάει.

«Όταν δεν ξεκολλάει ο Μωάμεθ απ’ το βουνό, του παίρνεις τηλεόραση», έλεγε καγχάζοντας.


Η κάμερα που είχε εγκαταστήσει στο στούντιο έπιανε ένα τρομερό πλάνο με «το βουνό μας» -όπως το έλεγαν όλοι οι συμπολίτες του –στο κέντρο του αλλά χωρίς να φαίνεται καθόλου κάποιο ίχνος ζωής, κάποια κίνηση. Είχε διαλέξει τέτοια γωνία λήψης που δεν άφηνε να φανεί ο κύριος δρόμος που διάσχιζε το βουνό, κρύβοντας έτσι και τα φώτα των διερχομένων αυτοκινήτων.

Τύπωσε και μερικές φωτογραφίες, έβαλε μερικές στις τουαλέτες και άρχισε να πουλάει τις υπόλοιπες. Ψάχνοντας κάδρα κατάλληλα για τις φωτογραφίες του, σκόνταψε πάνω στην επόμενη ιδέα του. Με ένα σύντομο περίπατο στην «άλλη πλευρά» της διχασμένης πόλης κατάφερε να εντοπίσει τον τεχνίτη για τον οποίο του είχαν μιλήσει. Αφού ξηγήθηκε μαζί του, έκλεισε συμφωνία για μια σταθερή τροφοδότηση όχι μόνο κάδρων καμωμένων από ντόπιο, κατεχόμενο ξύλο… αλλά και πολλά άλλα αντικείμενα όπως ξύλινα σταχτοδοχεία, μικρές βιβλιοθήκες, ξυλόγλυπτες μινιατούρες εκκλησιών, κλπ. Όλα προς πώληση.

Άμα τον ρωτούσε κανένας «πατριώτης» γιατί έδινε λεφτά στους «απ’ εκεί», είχε έτοιμη την απάντηση. «Μπορεί να πλήρωσα φίλε μου αλλά κατάφερα αυτό που δεν πέτυχαν οι πολιτικοί μας τόσα χρόνια, έφερα πίσω, σε μας, ένα κομμάτι αυτού που μας πήραν. Εσύ τι έχεις καταφέρει να απελευθερώσεις;»

Αυτές οι αντιδράσεις όμως τον έκαναν να είναι διπλά προσεκτικός.

Όταν εμφανίστηκαν οι πρώτοι μιμητές, αυτός φρόντισε να βρεθεί ένα βήμα πιο μπροστά τους. Έσπευσε να εξασφαλίσει τα καλύτερα πόστα για τις κάμερες αλλά… όχι εκεί που οι άλλοι περίμεναν.

Έκλεισε συμφωνία για να βάλει ακόμα μερικές κάμερες, αυτή τη φορά τοποθετημένες στην «άλλη πλευρά», πάνω ακριβώς στη βουνοκορφή και με θέα διάφορες γραφικές παραλίες και κολπίσκους. Το έκανε όμως μόνο όταν σιγουρεύτηκε για δύο πράγματα. Πρώτον, πως εκείνοι που του ενοικίαζαν τους χώρους όπου έστηνε τις κάμερες ήταν ιδιοκτήτες τους πριν από τον πόλεμο. Δεύτερο, πως στο πλάνο δεν θα φαίνονταν οικισμοί ή –την περισσότερη ώρα –άνθρωποι αλλά μόνο τοπία.

Έτσι μείωνε τις διαμαρτυρίες της πατριωτικής πελατείας… αφού βέβαια τους πλάσαρε και το ανάλογο δούλεμα. «Σε λίγο ο κόσμος θα ξεχάσει πως είναι η γη μας… και είναι βέβαια πολλοί που δεν περνάνε απέναντι –και καλά κάνουν, βεβαίως –αλλά πρέπει να κρατήσουμε ζωντανές τις μνήμες, δεν πρέπει;»

Είχε όμως έτοιμο το ποίημα και για όσους ήταν της αντίθετης σχολής, τα «παιδιά των ονείρων» όπως τους αποκαλούσε ειρωνικά. «Κοίτα, είναι κόσμος που δεν περνάει απ’ εκεί να δει, έτσι; Τι θα γίνει με αυτούς; Αυτοί τρώνε ότι τους σερβίρουν οι ΜΜΕτζήδες και.. ξέρεις, … είναι όλοι τους αδιάλλακτοι βρε παιδί μου… δεν θέλουν λύση. Οπόταν, πως θα δει το πόπολο ότι υπάρχει και η απ’ εκεί πλευρά; Ποιος θα τους το δείξει; Οι βολεμένοι μας; Όχι βέβαια. Θα τους το δείξω εγώ αλλά… να… με τρόπο που να μην δίνει αφορμή για μίση και φανατισμούς… κατάλαβες;»

Οι υπάλληλοι του συχνά τον ρωτούσαν ποια από όλα τα παραμύθια που ξεφούρνιζε πίστευε περισσότερο.

«Το προϊόν μας είναι τα λεφτά…» τους εξηγούσε, «ποτίζουμε αυτούς τους μαλάκες με αλκοόλ, ρίχνουμε κοπριά όμοια με τα μυαλά τους και τσουπαπ’ τα χέρια-κλαδιά τους φυτρώνουν ο μισθός σας, τα έξοδα του μαγαζιού, το κάτι τις μου…»

Πέρα όμως από το ρευστό, η όλη υπόθεση είχε και τα τυχερά της. Κρατώντας μια στάση ουδέτερη ανάμεσα στις δύο «σχολές», κατάφερνε να ψήνει και τις διάφορες νεάνιδες που είχαν αναλάβει ρόλους ηγετικούς είτε στη μια, είτε στην άλλη παράταξη. Ήθελαν όλες τους να τον κερδίσουν, να τον φέρουν προς τα ‘κει ή προς τα δω. Έχοντας μάθει την υψηλή τέχνη της παραμύθας, δεν ήταν δύσκολο για αυτόν να εκμεταλλευτεί το όλο σκηνικό. «Έτσι ή αλλιώς, η πόλη μας είχε από χρόνια καταντήσει μια μεγάλη παρτούζα με ιδεολογικό πρόσχημα», έλεγε χαχανίζοντας στους φίλους του που πάντα τον πείραζαν για τις «περιπέτειες» του.

Σιγά-σιγά το ντεκόρ του μαγαζιού εμπλουτιζόταν με κάθε είδους εικόνες και αντικείμενα που έφερναν στη μνήμη την «γη απ’ εκεί» αλλά και «την ζωή πριν». Μέχρι και μικρές οθόνες έστησε… να προβάλλουν ντοκιμαντέρ που προσεκτικά διάλεξε ο ίδιος. «Τόσα χρόνια μας ταΐζουν χαμένους παραδείσους…», μονολογούσε στο τέλος της νύχτας που μέτραγε τις εισπράξεις, «…εγώ αναμετάδοση κάνω».

Μερικά χρονάκια μετά ήρθε και η πρόταση που περίμενε. Μοσχοπούλησε το μαγαζί και ετοιμάστηκε για την πολυπόθητη έξοδο από μια πατρίδα που τον έπνιγε… αφού όμως σιγούρεψε πρώτα το επόμενο βήμα.

Οι καινούριες κάμερες που είχε νοικιάσει τώρα έδειχναν και ανθρώπους. Τις είχε τοποθετήσει σε διάφορα κομβικά σημεία της μοιρασμένης του γενέτειρας, όπου ακόμα συναντιόνταν οι απ’ εδώ με τους απ’ εκεί… αλλά και στη γραμμή αντιπαράταξης, στα οδοφράγματα… και σε όποια άλλα σημεία τύγχανε οι «αντιμαχόμενοι» να αναγκάζονταν να βρεθούν στον ίδιο χώρο. Έβαλε κάμερες και έξω από την πόλη … όπως στην οροσειρά του Μεσοδάκτυλου ή την χερσόνησο της Καρπαζιάς, σε ερημοκλήσια και τεμένη, έξω από καζίνο και κρατικές υπηρεσίες.

Βασικό κριτήριο ήταν… ένα καλό πλάνο με τους απρόθυμους συγκάτοικους να κινούνται παράλληλα –σαν σε χορό αντικριστό –χωρίς ποτέ να έρχονται σε επαφή, ακόμη και όταν κοίταγαν ο ένας τη φάτσα του άλλου. Τους λιγοστούς χώρους όπου οι άνθρωποι αληθινά συναντιόνταν, έβρισκαν ο ένας τον άλλο, ζούσαν μαζί… τους απέφυγε.

Δεν ταίριαζε αυτό με την καινούρια παράσταση.

Στην ξένη χώρα που τον φιλοξενούσε και όπου έστησε το καινούριο του μαγαζί … οι θαμώνες έβρισκαν το θέαμα συναρπαστικό. «Είναι τρελλοί σας λέω, πραγματικά…», έλεγε, κοντοστεκόταν μπροστά από μια ψηλά κρεμασμένη οθόνη, κάρφωνε τα μάτια στο κέντρο της, έκανε πως διστάζει λίγο και σήκωνε το χέρι δείχνοντας ένα άνθρωπο έξω από ένα κρατικό κτίριο: «Να, αυτός για παράδειγμα… τώρα πάει να ζητήσει ένα έγγραφο από μια κυβέρνηση που λέει πως δεν είναι δικιά του»… μετά γύρναγε προς μια άλλη οθόνη και συνέχιζε, «… ή αυτός… αυτός είναι γνωστός, φανατικός πατριώτης της μιας πλευράς αλλά… κατέβηκε στο παζάρι για να βρει φτηνά εργατικά χέρια ανάμεσα στους μισητούς του εχθρούς…».

«Ολότρελλοι…» έλεγε μορφάζοντας και μετά κερνούσε όλο το μαγαζί τεκίλα.

«Και τι θα κάνεις αν ποτέ κλείσουν πάλι τις διόδους, αν σταματήσουν να πηγαινοέρχονται;»

Γύρισε και κοίταξε να δει ποιος τον ρωτούσε. Χαμογέλασε όσο πιο γλυκά μπορούσε στη νεαρή και είπε, «…είμαστε στο 2012, ο Άνθρωπος έχει –από καιρό –φτάσει στο φεγγάρι…» Έκανε την απαραίτητη παύση. «Θα μπορούσα να τους κοιτάω απ’ τα ύψη, χωριστά και αντίκρυ όπως και τώρα», είπε εξηγώντας και δείχνοντας μια φώτο ενός δορυφόρου σε τροχιά.

Τη λέγανε Gloria.

Κάθισε κοντά της και –κάνοντας νόημα στη γκαρσόνα να φέρει ποτά –συνέχισε να ξετυλίγει ιστορίες για χαμένους παραδείσους: «… Αλλά… ξέρεις… αυτοί οι άνθρωποι, όταν ζουν δίπλα-δίπλα σε άλλη χώρα, δεν έχουν κανένα πρόβλημα… αλήθεια σου λέω…»

Labels: , ,

10 Comments:

Blogger rose said...

η ζωλη ξεπερνά τη φαντασία

μπρρρρρρρρρρρ

2/10/09 01:08  
Anonymous the Idiot Mouflon said...

Η Αντζελίνα Ζωλή;

:-)

Μάλλον το παραμυθάκι ξεπερνά τις αντοχές μας...

3/10/09 15:04  
Blogger rose said...

είμαι ήδη πολλλή πλληγωμένη


:-)

3/10/09 23:00  
Anonymous χέλεν said...

GLORIA PATRI re paidi mou?????????????me to pou mpaineis sto blog metamesonuktia re paidi mou??????kai meta ton fasismo tis anw8en epivolis o upnos na pienei peripato re paidi mou?????

GRACIAS.

4/10/09 01:10  
Blogger the Idiot Mouflon said...

@Χέλεν
Gloria in Excelsis για την ακρίβεια που μαζί με το "Πατρίδα μου είναι εκεί που μίσησα" με τις Τρύπες μας κάνει.... χτύπημα στο Δόξα Πατρί!

http://en.wikipedia.org/wiki/Gloria_in_Excelsis_Deo

Ή... όπως λένε και οι Ramones: "...Gimme gimme shock treatment Gimme gimme shock treatment
Gimme gimme shock treatment I wanna, wanna shock treatment..."

@Rose
Πελλλλλάρες...

4/10/09 12:17  
Anonymous Anonymous said...

Καϋμένο παιδί....

Απορεί κανείς πόσο εξαθλιωμένος, πόσο ξεκομμένος από τη κοινωνία πρέπει να είσαι, για να κάθεσαι και να κοροϊδεύεις τη κατεχόμενη χώρα σου.

11/10/09 15:39  
Blogger the Idiot Mouflon said...

Όταν κάποιος λέει παραμυθάκι ... μπορεί να ταυτίζεται με κάποιον από τους χαρακτήρες του, μπορεί και όχι. Επίσης μπορεί να βρίσκει / βάζει διάφορα "θετικά" ή "αρνητιά" στοιχεία στον ίδιο χαρακτήρα ή να σμίγει όλα αυτά τα στοιχεία σε διάφορους χαρακτήρες, κλπ.

Δοκίμασε στο επόμενο ποστ.

12/10/09 02:28  
Blogger Τράγος said...

Γιατί τί άλλο επρόσφερε τούτη η κοινωνία εκτός που το να μας σπρώχνει στην εξαθλίωση τζαι την αποξένωση. Την κοροιδία εν άλλοι που την αναπαράγουν, τζαι άλλοί ακολουθούν.

22/10/09 12:50  
Anonymous the Idiot Mouflon said...

Αφόδευσε τους λεβέντη μου, που εν' να τους δικαιολογηθούμεν τζι'όλας!

22/10/09 13:07  
Blogger the Idiot Mouflon said...

2012 is HERE.

21/7/12 17:44  

Post a Comment

<< Home