Λοιπόν, ξέρεις την ιστορία της σπηλιάς του Πλάτωνα,
έτσι;
Όσοι στο μπαρ κοιτάμε προς τα μέσα,
τα ποτά ή τον μπάρμαν ή τις οθόνες ή…
είμεθα οι δεσμώτες αχάπαροι*
και
… αυτός που γυρνάει απ’ την άλλη
και πιστεύει πως βλέπει πράματα θαυμαστά
…ε, λοιπόν… αυτός είναι ο τρελ-λ-λάρας.
έτσι;
Όσοι στο μπαρ κοιτάμε προς τα μέσα,
τα ποτά ή τον μπάρμαν ή τις οθόνες ή…
είμεθα οι δεσμώτες αχάπαροι*
και
… αυτός που γυρνάει απ’ την άλλη
και πιστεύει πως βλέπει πράματα θαυμαστά
…ε, λοιπόν… αυτός είναι ο τρελ-λ-λάρας.
Μπορεί και το ανάποδο.
Θκιάλεξε.
Θκιάλεξε.
*
[Αχάπαρος (ο) : ανίδεος, ανυποψίαστος,
«απληροφόρητος»,
χωρίς χαμπάρι, αχάμπαρος
a. unaware, unsuspecting, not having heard the news of
Από το λεξικό «Το Κυπριακό Ιδίωμα»
του Ρόη Παπαγγέλου, εκδόσεις ΙΩΛΚΟΣ.]
0 Comments:
Post a Comment
<< Home