Sunday, October 18, 2009

Γριά Ελευθερία

Τι έγινε;
Χάσαμε ομαδικά μερικά επεισόδια
και το σήριαλ μας πιάνει
εξ απροόπτου;


Σαν πρωτοπόρα σειρά του κ. Τσιάκκα
με ειδύλλια σε λανθάνουσα,
τα Όργανα να είναι απλώς περαστικά
από την κακόφημη περιοχή
και να μην ξέρουν
πως ακριβώς να συλλάβουν
γιατί μπορεί να πιάσουν και παιδί
από καλή οικογένεια νομοταγών
Ελλήνων ορθοδόξων.

Είναι πρόβλημα κοινωνικό
και ο σκηνοθέτης πρέπει
να ποιήσει ήθος.
Προπάντων!

Για καλλιτεχνικές κριτικές, στης
  • πολυμήχανης Δρακούνας.

    ***

    Ας μιλήσουμε σοβαρά. Ούτε για τις φερόμενες χρήσεις ουσιών, ούτε για τη φύση της street-party–αντιρατσιστικό-συνονθύλευμα εκδήλωσης που κατέληξε
    σύγκρουση εν οργάνοις.


    Η πολιτικοκοινωνική χροιά της όλης υπόθεσης είναι βεβαίως χρήσιμη, σαν υποκατάστατο ζάχαρης για να γλυκάνει ένας
    παράξενος καφές που όλο μας κοιμίζει.

    Το πλάνο άλλωστε είναι στημένο από καιρό.
    Τον καφέ
    θα τον πιούμε,
    με ζάχαρη ή χωρίς.


    Πότε σταμάτησαν άλλωστε τα ΜΜΕ να μας μπουκώνουν τις συνοδευτικές καραμελίτσες κλισέ;
    Κλισέ για «νεανική παραβατικότητα» (παραδοχή δηλαδή της αποτυχίας του συστήματος που μεγαλώνει αυτά τα παιδιά),
    κλισέ για «άνοδο της εγκληματικότητας» (παραδοχή –τουλάχιστον –ανικανότητας τον Οργάνων),
    κλισέ για «αλλοίωση του χαρακτήρα της πόλης μας» (παραδοχή του ότι δεν θεωρούμε μέρος της πόλης αυτής όλους τους κατοίκους της αλλά μόνο τους «δικούς»).


    Ξέρετε τι είστε ρε;
    Μέσα Μαζικής Εξαγρίωσης
    (για να παραφράσουμε τον Πανούση).

    Και αντικοινωνικοί.
    Αυτό είστε.


    Συστηματικά τα ΜΜΕ μπογιατίζουν τους νέους ημεδαπούς αλλά και τους αλλοδαπούς που συχνάζουν στο κέντρο της μοιρασμένης πόλης με πάσης φύσεως χρωστικές.
    Αλήτες, παράνομοι, αναρχικά φρικιά, χασικλήδες, πρεζόνια, ανεύθυνοι, ακαμάτηδες, τα πάντα όλα μεγάλε!
  • Για να πετύχουν τι;
    Ώσπου στο τέλος βρε κουτορνίθια
    να πιστέψουν οι ίδιοι την παραμύθα σας
    και να μας προκύψουν τίποτα «Σέχτες»,
    ευκατάστατοι φοιτητές
    με τον Κουφοντίνα αφίσα στο δωμάτιο
    αντί την Βανδή και τότε…
    τότε να δω ποιος από σας
    θα βγει να πει «μαλακία κάναμε».

    Ε, ρε Παρίσι που μας αξίζει.

    Και ερωτώ…

    Όλοι εμείς …τόσο καιρό… τι βλέπαμε;

    Πρώτα η συνεχής εγκατάλειψη της περιοχής έσπρωχνε τις τιμές κάτω … τόσο κάτω που έγιναν «προσιτές» για «ανεπιθύμητους» -ως κατοίκους –αλλά και για μαγαζιά / υπηρεσίες που σε αυτούς απευθύνονται.
    Μετά οι τιμές έγιναν ιδανικές για να πάρουν «τα σωστά άτομα» την ιδιοκτησία των γύρω χώρων. Άνοιξαν κάτι τις εδώ κι’ εκεί μα η περιρρέουσα ατμόσφαιρα δεν προσφέρεται για μπίζνες.

    Ε, τώρα ήγγικεν η ώρα της αξιο-ποίησης.
    Της επί χρήμασι Ποίησης των Άξιων.
    Μόνο αυτών όμως, ε;

    Τα παράπονα μας στον Λέλλο.

    Να ρωτήσω ξανά.

    Όλοι εμείς …τόσο καιρό… τι βλέπαμε;

    .
    .
    .
    .
    .

  • Κού-κου !

  • .
    .
    .
    .
    .


  • Τι την φτιάχνουν την πλατεία ρε;


  • Για «τα μαυρούθκια»;

    Φανερωμένη;

    Ποια Φανερωμένη;

    Ελευθερία!
    Να επεκταθεί η γραμμή Γρ. Διγενή, Μακαρίου…

    …κοίτα σύμπτωση, για τις οδούς μιλάω, ε;

    Να επεκταθούν μέσω Πλατείας Ελευθερίας εντός των τειχών… να αναπνεύσουν επιτέλους και εκείνα τα έρημα σοκάκια πέριξ των Λήδρας και Ονασαγόρου.
    Να βλέπουν και κάποια διαφορά όσοι κακοί τουρίστες περνάν το οδόφραγμα βρε παιδί μου, μη μας περάσουν για ίδιους με τους «άλλους»…

    «Να δώσουμε νέα πνοή στην πόλη μας» καλέ!

    Ποιώντας Άξιους.

    Και εσείς μου τους παρεξηγήσατε.

    Αναγκαστική παρακολούθηση
    κυπριακής σειράς
    επί 12ήμερον
    παλιόπαιδα
    και άντε στα δωμάτια σας τώρα, ε;

    ***

    Που ξανακούστηκε να σμίγουν στους ίδιους χώρους
    αλλοδαποί, ντόπιοι και ημίαιμοι,
    παιδιά μεγαλοαστών επιχειρηματιών και πολιτικών
    με παιδιά από οικογένειες κοινών θνητών,
    μικτές και διαλυμένες,
    άτομα αμφίβολης ποιότητας
    με την ανίερη ικανότητα
    να μπορούν να χαρούν και να διασκεδάσουν

    έξω από τα καταστήματα-αλυσίδες
    που αυτόβουλα φοράμε οι
    υπόλοιποι;


    Να διωχτούν οι μεν,

    να επανέλθουν σε τάξη οι δε,

    να γίνεται η δουλειά σωστά.


    Μα επιτρέπεται να μας προσφέρουν μαγαζιά – γνωστές μάρκες και εμείς να αφήσουμε να τα κατακλύσουν οι ξένοι;
    Τι το περάσαμε εδώ.
    Αγία Νάπα;

    Τα είδη των μαγαζιών για τα οποία δεν έχουν χρήση οι διάφοροι απόκληροι και…
    και που ακόμη και γόνοι του πολιτικοκοινωνικού μας κατεστημένου μπορεί να σνομπάρουν σε στιγμές υπαρξιακής κρίσης.

    Αυτά μας τάζουν και εμείς θέλουμε να τα χαρίσουμε;
    Απαράδεχτο!

    Τα είδη μαγαζιών όπου οι αλλοδαποί το πολύ να μπαίνουν ως υπάλληλοι. Οι μελαψοί πίσω στην κουζίνα να μην ενοχλούν, οι ξανθές με ραμμένο χαμόγελο να σερβίρουν και… για τις δύσκολες περιπτώσεις ρίχνουμε ξανθούς ιππότες με γαλανά μάτι σαν φρούτο εξωτικό στο τραπέζι μας.
    Α, να ξέρουν και ελληνικά, ε;

    ***

    Για τους ξένους θα τα κάνανε όλα αυτά μάτια μου;

    Όοοοοχχχχιιιι…
  • Για σένα πασά μου.

    Αλλά όχι με εσένα.

    Αν μείνει χώρος κάτω από καμιά γέφυρα,
    του βολεύουμε τους παρακατιανούς, μην έχεις έγνοια.
    Εκεί θα είναι αλλά εμείς δεν θα τους βλέπουμε,
    θα περνάμε από πάνω.
    Τηλεόραση δεν βλέπεις καλέ μου;
    Τι; Ίντερνετ;
    Θα ΄χει και τέτοιο.

    Για εσένα και μάλιστα σε πολλαπλά επίπεδα.

    Έχουμε κρίση, δεν άκουσες;

    Έ. Άμα έχει κρίση …
    «κάποιος πρέπει πληρώνει».
    Εσύ..
    .
    .
    .
    .
    .
    .
    .

    (Για σένα άγγελε μου θα βγω στο Γολγοθά,
    να κάνω συναυλία
    με γυφτολαϊκά…)


    .
    .
    .
    .
    .
    .
    .
    Να μην ανησυχήσει κανείς όμως.
    Τις δε δημοσκοπήσεις
    που παρουσιάζουν
    ως ρατσιστές και ξενοφοβικούς
    τους κατοίκους της Νήσου των Αγίων
    να τις αγνοήσετε.
  • Στα λόγια
    όλοι μπορούν να γίνουν υπερβολικοί.

    Στην πράξη όμως
    αυξάνεται η πιθανότητα
    να κωλώσεις.


    Σοβαρά.

    Θέλουν οι Κύπριοι να διώξουν τους ξένους;

    Παραμύθια.

    Έχω και αποδείξεις.
  • Σαν αυτές του Παππού Ασερά

  • που έχει το θράσος
    «να μας κρίνει εκ του ασφαλούς,
    εκ της αλλοδαπής μάλιστα
    »!
    Σαν δεν ντρέπεται…


    Φωτογραφίες που τις τράβηξε φίλος
    …οργανοπαίχτης στο επάγγελμα.
    «Που μωρόν ως το τέλος… με τη ‘μαυρού’ δίπλα μας».

    Ορίστε,
    τους εμπιστευόμαστε ότι πολυτιμότερο,
    τα τιμημένα γηρατειά,
    τα περήφανα νιάτα.

    Δείξτε τους τέτοιες φώτο και ρωτάτε μετά...


    Ποιός θα σπρώχνει τη Γριά ρε;

    Εσύ;

    Εγώ;


    Α, όχι!

    ***

    Μόνο… να… τους μη Άξιους
    αλλοδαπούς και ημεδαπούς
    να μην τους βλέπουμε ελεύθερους
    σε χώρους που προορίζονται
    για τα ψώνια μας ή
    για να πίνουμε
    το Φραπέ με Χρυσόσκονη.

    Τέτοια δεν βάζουν;
    Όχι, ε;
    Ε, με τέτοιες τιμές νόμισα…

    Τα φεστιβάλ διαφορετικότητας και λοιπά,
    ας μείνουν.
    Να χαίρονται οι απροσάρμοστοι πως κάτι γίνεται,
    να τα βλέπουν οι φιλήσυχοι πολίτες

    και να σταυροκοπιούνται.

    Να μην ενθαρρύνουν όμως καμιά κίνηση,
    να μην παράγουν καμιά διαφορο-ποίηση.

    Να παραμένουν όλοι στις θέσεις τους,
    στις θέσεις αντιπαράταξης.

    Δεν μπορεί,
    όλο και κάποιος θερμόαιμος θα βρεθεί,
    κάποιος που επιδιώκει τη σύγκρουση και έτσι
    …όποτε χρειαστεί…
    εύκολα μπορεί να επιβληθεί
    εκείνη ακριβώς η εικόνα
    που ΠΡΕΠΕΙ ο καθένας
    να κουβαλά μες το κεφάλι του.

    Φτάνει να μην προκύψει καμιά ουσιαστική αλλαγή στα μυαλά μας.
    Ή στις ζωές μας.
    Να φτιάχνουμε συνάξεις αλληλεγγύης
    αλλά
    να μην καταφέρνουμε οι αλλοδαποί
    να έχουν δικές τους οδούς
    (αντιπροσώπευσης και οργάνωσης
    πέραν από τις παραδοσιακές
    «μαφίες» της κάθε χώρας προέλευσης).

    Να πέφτουν τα ευρουδάκια
    αλλά να μην μας λερώσουν κιόλας.

    Να υπάρχει τάξη και ασφάλεια
    αλλά μόνο τόση ώστε
    να είναι αναγκαία περισσότερη.

    Να εφαρμόζεται ο Νόμος
    αλλά να θεωρεί το Όργανο
    απολύτως φυσιολογική την άποψη
    πως
    «άμα με βρίζει ο μιτσής, ο μπάσταρτος
    … εν’να μεν του την αρπουλάρω;»

    Να ωρυόμαστε για το πρόβλημα
    των ναρκωτικών και της παραβατικότητας
    αλλά να μην μιλάμε ποτέ
    για τα «δικά μας» παιδιά
    που κάνουν χρήση,
    είτε νόμιμης… είτε παράνομης θολούρας.

    Να έχουμε το ένα πόδι
    σε χωράφια εναλλακτικά και προοδευτικότατα
    αλλά…

    το άλλο πόδι
    να το παρκάρουμε σε χωράφια
    νοικιασμένα
    από την πανάγαθη Εκκλησία.

    Να αγκαλιάζουμε τον «άλλο» στις συνάξεις
    μα …
    να θάβουμε ζωντανό
    τον «άλλο» μέσα μας
    σε χώρους «καθαρούς» από μιάσματα.

    Να πονάμε με την δυστυχία
    των συνανθρώπων μας
    αλλά

    να σπρώχνει άλλος τη Γριά.

    Κι’ αν είσαι μισθωτός / εισοδηματίας / εργάτης / άεργος / νοικοκυραίος / με μποέμικη ψυχή και παλαβές ιδέες περί του τι εστί Ελευθερία, να βγάλεις και εσύ το σκασμό.

    Δεν πα να ‘χεις πτυχία σε όλες τις επιστήμες που αφορούν τα μωρά / τους ηλικιωμένους.
    Δεν σε προορίζουμε για τέτοια εσένα Άρχοντα!
    Άμα σου δώσουμε τον ίδιο μισθό
    θα σκάσεις
    και θα παρατήσεις την γριά
    έξω από το καφέ της αρεσκείας σου.

    Μουγκαφών λοιπόν γιατί μπορεί αύριο να αναγκαστούμε να σπρώξουμε εμείς.

    Θα μας δείξουν πως ακριβώς τη θέλουμε την Ελευθερία ρε!

    ΥΓ.: Όπου βλέπετε την αιωρούμενη κουκίδα
    (μεγάλη και στη μέση της γραμμής)
    στην αρχή της πρότασης
    έχει σύνδεσμο.

    Ο σύνδεσμος "Κού-κου" είναι για την διαδικτυακή κάμερα
    που βλέπει προς Πλατεία Ελευθερίας,
    όπως την προσφέρει η i-choice στην ιστοσελίδα της
    ( http://www.i-choice.com.cy/home ).
    Μια κοινωνική προσφοράγια τους απόδημους μας.
    Να βλέπουν και να θυμούνται γιατί έφυγαν.

    Αγγούρια. Μάλλον πρέπει να έχεις
    ADSL σύνδεση στο διαδίκτυο
    με CytaNet μέσω της i-choice
    για να λειτουργεί και
    κατάλληλο plug-in αν έχεις firefox.
    Oh well.

    Labels: , ,

    Sunday, October 11, 2009

    ΠΕΝΗΝΤΑΧΡΟΝΑ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ



    Όταν είδα την ανακοίνωση στην εφημερίδα… το μυαλό μου άρχισε να ανοίγει τα πλοκάμια του με απίστευτους ρυθμούς!
    Ύστερα κόλλησε.
    Μπορεί η λαϊκή θυμοσοφία να έχει προνοήσει έτσι ώστε ο καταλληλότερος διάκοσμος ήδη να βρίσκεται σε διάφορα σημεία ανά τη Νήσο των Αγίων (το
  • αριστουργηματικό

  • «Πουλλίν Πετούμενον»

    του ΝοΑ
    με το έμβλημα της Δημοκρατίας
    και το περιστέρι να την κάνει
    με ελαφρά φτερουγίσματα)
    … ένοιωσα όμως ακράτητη –σαν του γέρου –την ανάγκη να συνεισφέρω και εγώ

    το κάτι τις μου.

    Στην αρχή σκέφτηκα να ενσωματώσω στο λογότυπο καμιά ζιβανία και κανένα

  • σουτζιούκο

  • («τα επιτεύγματα της χώρας»)
    και πάνω σε αυτά να ακροβατούν διάφορες περσόνες από τα βάθη της πενηντάχρονης Ιστορίας μας όπως ο Big Mak, ο Γρίβας, ο Γιωρκάτζης, ο Πάπης, κλπ. αλλά και οι απόγονοι τους, οι πρωταγωνιστές δηλαδή
    της σημερινής
    –πολιτικής και μη –
    επικαιρότητας.


    Αυτό όμως δεν θα ήταν λογότυπο,
    θα έμοιαζε μάλλον με ζωγραφιά του


  • Ιερώνυμου Μπος…


  • Χμμμμ. Ιστορική πορεία και επιτεύγματα… Κάτσε να σκεφτώ…
    Ένα αγρινό, περασμένο στη σούβλα… σε μια ετοιμόρροπη φουκού… μέσα στη


  • Νεκρά.

  • Όχι, θα πουν πως περιαυτολογώ…
    Κάτι απλό και συνάμα περι(π)εχτικό… αλλά τι;.
    .
    .

    Χμμμμ. Πενηντάχρονα… Ιστορική πορεία… Επιτεύγματα… Πενηντάχρονα…
    Πενηντ…

    .
    .
    .

    Μα φυσικά!
    .
    .
    .











    Ας είναι και στη Νοηματική!
    Έχει την Κύπρο όπως την απεικόνιζαν σε αρχαίους χάρτες
    (να φέρνει λίγο σε Υπερδύναμη)
    αλλά με μια σύγχρονη –διαχωριστική –προσθήκη,
    έχει τα 50 και δεν χρειάζεται να το εξηγήσεις με λόγια,
    αφήνει υπόνοιες για τον ξένο δάκτυλο,
    εκφράζει τα αισθήματα του δημιουργού
    για την Ιστορία και τα επιτεύγματα μας.
    Tι άλλο θέλουν;



    Labels: , ,

    Thursday, October 01, 2009

    Paradise Lost

    «Είμαστε στο 2009, ο Άνθρωπος έχει –από καιρό –φτάσει στο φεγγάρι», έλεγε και ξαναέλεγε σε όσους τον ρωτούσαν. «…Τι δηλαδή, θα άφηνα τα μαγαζιά στα υψώματα της Γαλαντζιάς να μου φάνε την πελατεία επειδή έχουν θέα το βουνό

    Τα μαγαζιά για τα οποία μιλούσε είχαν εδώ και λίγο καιρό λανσάρει μια νέα μόδα στο χώρο της διασκέδασης: Εξωτικά κοκτέιλ στο μπαλκόνι με θέα το κατεχόμενο βουνό απέναντι, κάτι που το δικό του μαγαζί δεν είχε. Έπρεπε κάπως να αντιδράσει.

    Οι αδιέξοδες συνομιλίες του καλοκαιριού έκαναν τη διάθεση του κόσμου νοσταλγική και σύντομα... όποιος είχε μια τρύπα σε ύψωμα με την απαιτούμενη θέα… εξασφάλιζε μια σταθερή –και μάλλον εύπορη –πελατεία. Βοήθησαν βέβαια και τα διάφορα έντυπα με τις μελό περιγραφές της συγκλονιστικής αυτής εμπειρίας, να αφιερώνεις λέει “…ακόμη και το χρόνο της διασκέδασης σου με τρόπο που κρατά ζωντανή τη φλόγα της επιθυμίας για επιστροφή…”. Μια ντουζίνα άρθρα με καλές φωτό, μερικές –ντόπιας εμβέλειας –διασημότητες σαν εκλεκτή πελατεία και …

    Στην αρχή η στάση του ήταν αρνητική. «Και τι θαρρούν πως θα γίνει, θα διώξουν τον εχθρό με τον εμετό τους ή θα κοιτάνε προς τα εκεί όλοι μαζί με ανοιχτό το στόμα και θα τον φοβίσει η μπόχα, εεεε;»

    Όταν όμως η μεγαλύτερη πριμαντόνα των τηλεοπτικών ΜΜΕ οργάνωσε ένα πολιτικού περιεχομένου πάνελ… σε μια ακριβώς από αυτές τις «βεράντες με θέα» … με κύριους συζητητές τις πιο «πιασάρικες» καρικατούρες της πολιτικής σκηνής… έγινε της Νεαρής Ξανθιάς Εκφωνήτριας!

    Πρώτα έπεσε η κίνηση τα Σάββατα. «Μάλλον αυτή τη μέρα έχει πιο καθαρό ουρανό και βλέπεις καλύτερα», έλεγε με πικρό χαμόγελο. Μετά του έφυγαν και «τα Πέντε Αλάνια», μια μπάντα που έπαιζε στο μαγαζί του ρεμπέτικα και μπλουζ τις Κυριακές. Τους έκανε πρόταση ένα από αυτά τα μαγαζιά και τον αφήσανε στα κρύα του λουτρού ενώ είχαν προγραμματισμένες ακόμα 12 εμφανίσεις. «Τι διάολο πρέπει να κάνω, να τραγουδάω εγώ πατριωτικά άσματα στους πελάτες…», αναρωτήθηκε ενώ μιλούσε με ένα κολλητό του και έριξε το σφηνάκι τεκίλα μέσα στο γεμάτο ποτήρι μαύρης μπύρας.

    Με το που μπήκε ο Οκτώβρης πέρασε στην αντεπίθεση. «Θα τους κάνω εγώ να τραγουδάνε τα “παπάκια” γυμνοί για να τραβήξουν κόσμο, τους μαλάκες… νομίσανε πως θα μου πάρουν την πελατεία και θα μείνω έτσι, με σταυρωμένα χέρια… δεν με ξέρουν καλά εμένα, εγώ είμαι μπάσταρδος και περήφανος γι’ αυτό…»

    Βρήκε από ένα φίλο κομπιουτεράκια καλές κάμερες και ένα εύκολο λογισμικό, βρήκε και ένα μονάρι στη ταράτσα μια πολυκατοικίας, έστησε γραμμή και έβαλε την πρώτη μεγάλη οθόνη μπροστά ακριβώς από το μεγάλο παράθυρο του μαγαζιού, να κοιτάει προς τα μέσα. Όταν έβαλε και δεύτερη οθόνη ακριβώς πίσω από την πρώτη, έτσι ώστε να έχουν την ίδια θέα και όσοι κάθονταν έξω… άρχισε ο κόσμος να τσιμπάει.

    «Όταν δεν ξεκολλάει ο Μωάμεθ απ’ το βουνό, του παίρνεις τηλεόραση», έλεγε καγχάζοντας.


    Η κάμερα που είχε εγκαταστήσει στο στούντιο έπιανε ένα τρομερό πλάνο με «το βουνό μας» -όπως το έλεγαν όλοι οι συμπολίτες του –στο κέντρο του αλλά χωρίς να φαίνεται καθόλου κάποιο ίχνος ζωής, κάποια κίνηση. Είχε διαλέξει τέτοια γωνία λήψης που δεν άφηνε να φανεί ο κύριος δρόμος που διάσχιζε το βουνό, κρύβοντας έτσι και τα φώτα των διερχομένων αυτοκινήτων.

    Τύπωσε και μερικές φωτογραφίες, έβαλε μερικές στις τουαλέτες και άρχισε να πουλάει τις υπόλοιπες. Ψάχνοντας κάδρα κατάλληλα για τις φωτογραφίες του, σκόνταψε πάνω στην επόμενη ιδέα του. Με ένα σύντομο περίπατο στην «άλλη πλευρά» της διχασμένης πόλης κατάφερε να εντοπίσει τον τεχνίτη για τον οποίο του είχαν μιλήσει. Αφού ξηγήθηκε μαζί του, έκλεισε συμφωνία για μια σταθερή τροφοδότηση όχι μόνο κάδρων καμωμένων από ντόπιο, κατεχόμενο ξύλο… αλλά και πολλά άλλα αντικείμενα όπως ξύλινα σταχτοδοχεία, μικρές βιβλιοθήκες, ξυλόγλυπτες μινιατούρες εκκλησιών, κλπ. Όλα προς πώληση.

    Άμα τον ρωτούσε κανένας «πατριώτης» γιατί έδινε λεφτά στους «απ’ εκεί», είχε έτοιμη την απάντηση. «Μπορεί να πλήρωσα φίλε μου αλλά κατάφερα αυτό που δεν πέτυχαν οι πολιτικοί μας τόσα χρόνια, έφερα πίσω, σε μας, ένα κομμάτι αυτού που μας πήραν. Εσύ τι έχεις καταφέρει να απελευθερώσεις;»

    Αυτές οι αντιδράσεις όμως τον έκαναν να είναι διπλά προσεκτικός.

    Όταν εμφανίστηκαν οι πρώτοι μιμητές, αυτός φρόντισε να βρεθεί ένα βήμα πιο μπροστά τους. Έσπευσε να εξασφαλίσει τα καλύτερα πόστα για τις κάμερες αλλά… όχι εκεί που οι άλλοι περίμεναν.

    Έκλεισε συμφωνία για να βάλει ακόμα μερικές κάμερες, αυτή τη φορά τοποθετημένες στην «άλλη πλευρά», πάνω ακριβώς στη βουνοκορφή και με θέα διάφορες γραφικές παραλίες και κολπίσκους. Το έκανε όμως μόνο όταν σιγουρεύτηκε για δύο πράγματα. Πρώτον, πως εκείνοι που του ενοικίαζαν τους χώρους όπου έστηνε τις κάμερες ήταν ιδιοκτήτες τους πριν από τον πόλεμο. Δεύτερο, πως στο πλάνο δεν θα φαίνονταν οικισμοί ή –την περισσότερη ώρα –άνθρωποι αλλά μόνο τοπία.

    Έτσι μείωνε τις διαμαρτυρίες της πατριωτικής πελατείας… αφού βέβαια τους πλάσαρε και το ανάλογο δούλεμα. «Σε λίγο ο κόσμος θα ξεχάσει πως είναι η γη μας… και είναι βέβαια πολλοί που δεν περνάνε απέναντι –και καλά κάνουν, βεβαίως –αλλά πρέπει να κρατήσουμε ζωντανές τις μνήμες, δεν πρέπει;»

    Είχε όμως έτοιμο το ποίημα και για όσους ήταν της αντίθετης σχολής, τα «παιδιά των ονείρων» όπως τους αποκαλούσε ειρωνικά. «Κοίτα, είναι κόσμος που δεν περνάει απ’ εκεί να δει, έτσι; Τι θα γίνει με αυτούς; Αυτοί τρώνε ότι τους σερβίρουν οι ΜΜΕτζήδες και.. ξέρεις, … είναι όλοι τους αδιάλλακτοι βρε παιδί μου… δεν θέλουν λύση. Οπόταν, πως θα δει το πόπολο ότι υπάρχει και η απ’ εκεί πλευρά; Ποιος θα τους το δείξει; Οι βολεμένοι μας; Όχι βέβαια. Θα τους το δείξω εγώ αλλά… να… με τρόπο που να μην δίνει αφορμή για μίση και φανατισμούς… κατάλαβες;»

    Οι υπάλληλοι του συχνά τον ρωτούσαν ποια από όλα τα παραμύθια που ξεφούρνιζε πίστευε περισσότερο.

    «Το προϊόν μας είναι τα λεφτά…» τους εξηγούσε, «ποτίζουμε αυτούς τους μαλάκες με αλκοόλ, ρίχνουμε κοπριά όμοια με τα μυαλά τους και τσουπαπ’ τα χέρια-κλαδιά τους φυτρώνουν ο μισθός σας, τα έξοδα του μαγαζιού, το κάτι τις μου…»

    Πέρα όμως από το ρευστό, η όλη υπόθεση είχε και τα τυχερά της. Κρατώντας μια στάση ουδέτερη ανάμεσα στις δύο «σχολές», κατάφερνε να ψήνει και τις διάφορες νεάνιδες που είχαν αναλάβει ρόλους ηγετικούς είτε στη μια, είτε στην άλλη παράταξη. Ήθελαν όλες τους να τον κερδίσουν, να τον φέρουν προς τα ‘κει ή προς τα δω. Έχοντας μάθει την υψηλή τέχνη της παραμύθας, δεν ήταν δύσκολο για αυτόν να εκμεταλλευτεί το όλο σκηνικό. «Έτσι ή αλλιώς, η πόλη μας είχε από χρόνια καταντήσει μια μεγάλη παρτούζα με ιδεολογικό πρόσχημα», έλεγε χαχανίζοντας στους φίλους του που πάντα τον πείραζαν για τις «περιπέτειες» του.

    Σιγά-σιγά το ντεκόρ του μαγαζιού εμπλουτιζόταν με κάθε είδους εικόνες και αντικείμενα που έφερναν στη μνήμη την «γη απ’ εκεί» αλλά και «την ζωή πριν». Μέχρι και μικρές οθόνες έστησε… να προβάλλουν ντοκιμαντέρ που προσεκτικά διάλεξε ο ίδιος. «Τόσα χρόνια μας ταΐζουν χαμένους παραδείσους…», μονολογούσε στο τέλος της νύχτας που μέτραγε τις εισπράξεις, «…εγώ αναμετάδοση κάνω».

    Μερικά χρονάκια μετά ήρθε και η πρόταση που περίμενε. Μοσχοπούλησε το μαγαζί και ετοιμάστηκε για την πολυπόθητη έξοδο από μια πατρίδα που τον έπνιγε… αφού όμως σιγούρεψε πρώτα το επόμενο βήμα.

    Οι καινούριες κάμερες που είχε νοικιάσει τώρα έδειχναν και ανθρώπους. Τις είχε τοποθετήσει σε διάφορα κομβικά σημεία της μοιρασμένης του γενέτειρας, όπου ακόμα συναντιόνταν οι απ’ εδώ με τους απ’ εκεί… αλλά και στη γραμμή αντιπαράταξης, στα οδοφράγματα… και σε όποια άλλα σημεία τύγχανε οι «αντιμαχόμενοι» να αναγκάζονταν να βρεθούν στον ίδιο χώρο. Έβαλε κάμερες και έξω από την πόλη … όπως στην οροσειρά του Μεσοδάκτυλου ή την χερσόνησο της Καρπαζιάς, σε ερημοκλήσια και τεμένη, έξω από καζίνο και κρατικές υπηρεσίες.

    Βασικό κριτήριο ήταν… ένα καλό πλάνο με τους απρόθυμους συγκάτοικους να κινούνται παράλληλα –σαν σε χορό αντικριστό –χωρίς ποτέ να έρχονται σε επαφή, ακόμη και όταν κοίταγαν ο ένας τη φάτσα του άλλου. Τους λιγοστούς χώρους όπου οι άνθρωποι αληθινά συναντιόνταν, έβρισκαν ο ένας τον άλλο, ζούσαν μαζί… τους απέφυγε.

    Δεν ταίριαζε αυτό με την καινούρια παράσταση.

    Στην ξένη χώρα που τον φιλοξενούσε και όπου έστησε το καινούριο του μαγαζί … οι θαμώνες έβρισκαν το θέαμα συναρπαστικό. «Είναι τρελλοί σας λέω, πραγματικά…», έλεγε, κοντοστεκόταν μπροστά από μια ψηλά κρεμασμένη οθόνη, κάρφωνε τα μάτια στο κέντρο της, έκανε πως διστάζει λίγο και σήκωνε το χέρι δείχνοντας ένα άνθρωπο έξω από ένα κρατικό κτίριο: «Να, αυτός για παράδειγμα… τώρα πάει να ζητήσει ένα έγγραφο από μια κυβέρνηση που λέει πως δεν είναι δικιά του»… μετά γύρναγε προς μια άλλη οθόνη και συνέχιζε, «… ή αυτός… αυτός είναι γνωστός, φανατικός πατριώτης της μιας πλευράς αλλά… κατέβηκε στο παζάρι για να βρει φτηνά εργατικά χέρια ανάμεσα στους μισητούς του εχθρούς…».

    «Ολότρελλοι…» έλεγε μορφάζοντας και μετά κερνούσε όλο το μαγαζί τεκίλα.

    «Και τι θα κάνεις αν ποτέ κλείσουν πάλι τις διόδους, αν σταματήσουν να πηγαινοέρχονται;»

    Γύρισε και κοίταξε να δει ποιος τον ρωτούσε. Χαμογέλασε όσο πιο γλυκά μπορούσε στη νεαρή και είπε, «…είμαστε στο 2012, ο Άνθρωπος έχει –από καιρό –φτάσει στο φεγγάρι…» Έκανε την απαραίτητη παύση. «Θα μπορούσα να τους κοιτάω απ’ τα ύψη, χωριστά και αντίκρυ όπως και τώρα», είπε εξηγώντας και δείχνοντας μια φώτο ενός δορυφόρου σε τροχιά.

    Τη λέγανε Gloria.

    Κάθισε κοντά της και –κάνοντας νόημα στη γκαρσόνα να φέρει ποτά –συνέχισε να ξετυλίγει ιστορίες για χαμένους παραδείσους: «… Αλλά… ξέρεις… αυτοί οι άνθρωποι, όταν ζουν δίπλα-δίπλα σε άλλη χώρα, δεν έχουν κανένα πρόβλημα… αλήθεια σου λέω…»

    Labels: , ,