ΕΝΑΛΙΟ ΠΑΡΑΛΗΡΗΜΑ
Α, ναι...
Κάτι μέρες πριν. Η Αγία των Παθών άρχισε πάλι τις εμμονές με τα μηνύματα στο κινητό, σε σημείο που εσύ πλέον να λειτουργείς μόνο με το θυμό.
Ένας γνωστός σου τρελάθηκε, οι φίλοι του αυτομόλησαν πια, οι γονείς αδιαφορούν ή δεν ξέρουν πώς να βοηθήσουν, οι γιατροί υπνώττουν και ‘συ δεν ξέρεις αν δύνασαι να κάνεις καλό ή κακό. Πώς να χειριστείς έναν άνθρωπο που στα 18 πέρασε σφαίρα –μακάβριο φυλαχτό –μέσα απ’ το λαιμό του κι’ έζησε;
Τι άλλο; Πληρώθηκες μια παλιά εργασία καλά μα κατάφερες ελάχιστα από όσα ήθελες να πραγματοποιήσεις με τα χρήματα. Δυο-τρία CD, «θκυολιρίσιμα» γυαλιά ηλίου, λίγα χρήματα να δώσεις της μάνας σου, κάτι χρέη… και τα υπόλοιπα στο μπαρ: «φέρνε τεκίλες ώσπου να πελλάνω ρε τζιαι πε του μάστρου σου να δυναμώσει τσας τη μουσική».
Ο τοίχος στο σπίτι σου που θέλεις να «μοτιφάρεις» παραμένει αγέρωχος σαν κάστρο του Λυσσαρίδη. Η δουλειά ελάχιστη. Οι φίλοι χασιμιοί, πνιμένοι στα βούριστρα και τις υποχρεώσεις, οι νεράιδες των ονείρων σου απόμακρες.. Αν εξαιρέσεις το half time / full time 1-2 στο ματς United-Milan (η λίρα σου 25) και τον ερχομό μιας αγαπημένης φίλης, της «είθας», τίποτα άλλο δεν σου έδωσε χαρά τούτες τις ημέρες.
Έχεις και τον προκαθήμενο της Εκκλησίας να λέει πως αυτή «ουδέποτε θα συναινέσει σε περαιτέρω υποχωρήσεις στο Κυπριακό». Αφού αυτά πάντα θα τα λένε χωρίς κανένας πολιτικός να προσπαθεί καν να τους εξηγήσει ...μπλα μπλα μπλα... μπλα μπλα μπλα... από «εθνάρχες». Δεν θέλουν διαπραγμάτευση, σιμώνει λένε ο καιρός που του Αιτωλού και του Παΐσιου τα λεγάμενα θα γενούν. Αν τα καταλάβαιναν αυτά κιόλας θα τρόμαζαν. Μα πώς να καταλάβουν τέτοιο τρόμο οι άτεκνοι;
Άλλωστε, ποιος πολιτικός θα τους εξηγήσει τι; Μπλα μπλα μπλα... ή Ο Λιλλήκας, που καταδίκασε ως προδότες όσους εξέφρασαν άποψη σε δημοψήφισμα που το κράτος αποδέχτηκε; Έξω φυσάει κόντρα.
Άκουσες αργότερα στο Euronews σχόλια για τον Σαρκοζύ και σου ‘ρθε να περάσεις τις Βέρμαχτ σου μέσα από την οθόνη. Καλά, το «hyperactive, ambitious, workaholic» (τι μου θυμίζει, τι μου θυμίζει;) να το χωνέψεις, εκείνο το «charismatic, pragmatic, populist» δεν ήταν κουβέντα να στην πουν άγρια χαράματα.
***
Σε ξυπνά το ελαφρώς κρύο νερό του Μάη και τα παιχνιδίσματα της μουρλής με το κύμα. Πάλι καλά γιατί με αυτούς τους αχώνευτους στη σκέψη σου θα βυθιζόσουνα.
Φυσούσε ακόμη.
***
Που ήσουνα;
Α!
Κυριακή.
Μάης.
Το κουδούνισμα στο κεφάλι σου δεν ήταν απ’ την χθεσινοβραδινή μπαρότσαρκα.
Στο κουνιστό σου η φωνή της «είθας» (που έγινε μαμά) ακουγόταν επιτακτική:
«…μπλα μπλα μπλα … Θάλασσα …μπλα μπλα μπλα …κάπου κοντά…».
«Πάμε», αποκρίθηκες, «…μπλα μπλα μπλα…».
Όταν είχε πλέον κλείσει το τηλέφωνο ήρθε ο –Άγιος των Τρελλών –πανικός και στρογγυλόκατσε στο σβέρκο σου. Πάντως αυτή τη φορά δεν πήρες σταχτοδοχείο μαζί σου. Πήρε όμως αρκετά για να σκάσει η «είθα» στα γέλια όταν είδε το σωρό χαλάκια-ομπρέλα-παγωνιέρα-τσάντα-σακίδιο ώμου-κασετόφωνο-ΚΑΛΑΜΙ…
Φεύγοντας διασταυρώσατε την εκκλησιά που έτυχε να φιλοξενεί τον Μα(σ)καριότατο Χριστόδουλο (κοπυράιτ Πανούσης). Κοντεύοντας στον Άγιο Γεώργιο Αλαμάνου σκεφτόσουνα ακόμη την κακοτυχία που σε κυνηγάει τα καλοκαίρια.
Ήρθες κάποτε και με τον Χ. (Γαλάζιο Σύννεφο) εδώ τριγύρω, πρώτο μπάνιο του καλοκαιριού και καταλήξατε –περνώντας από παραλία σε παραλία –κάπου κοντά στην άλλη άκρη της Ακτής Κυβερνήτη. Μόλις ξάπλωσε στην πετσέτα που έριξε στο βράχο ο Χ…. πλάκωσε ακριβώς από πάνω σας μια κατάμαυρη συννεφιά, πάγωσε το αγέρι, θύμωσε και η κυρά θάλασσα.
«Ρεεεε Χ….», του ‘χες πει με φωνή παλαίμαχου θαμώνα φρενοκομείου, «άμπα τζιαί γελαστείς να ισhιώσεις προς τη θάλασσαν τζιαι πιστέφκω εν’ να μας σύρει κανέναν κεραυνόν ρεεεε…»
Ούτε και αυτή τη φορά ήσουν τυχερός. Στου Αλαμάνου, εκεί που κάποτε σύχναζαν μόνο γυμνιστές και παράνομα ζευγάρια, ήταν τίγκα στα παρκαρισμένα –μα κόσμος στην βραχώδη, όλο βότσαλα, ακτή δεν υπήρχε. Λίγο πιο πάνω, στολίδι-σκουπίδι.
«Πού θα βάλω τη μικρή να παίξει εδώ βρε»;
Στην κεντρική της Ακτής Κυβερνήτη, εκτός απ’ το γεγονός ότι ως κορυφή στην καμπύλη του κόλπου μαζεύει όλη την μόλυνση από τα τριγύρω εργοστάσια, πεθαμένα λατομεία, και ιχθυοτροφεία, έχεις και την πολυκοσμία. Είναι βέβαια ωραία εκεί κατά τις 6 το απόγευμα. Ο κόσμος φεύγει, ο άνεμος κοπάζει κάπως και το βαρετό απ’ τα αντηλιακά και τα καύσιμα νερό γίνεται λάδι… (no pun unintended).
Όταν –με όλη την πραμάτεια σου, πρόσφυγας απ’ την Τασκένδη – κατέβηκες τα σκαλιά αριστερά από την Κάλυμνο και ανακάλυψες ότι εκείνη η μικρή παραλία έχει πάλι διαβρωθεί, βρωμίσει και συληθεί από όσους κατεβάζουν τη βάρκα τους εκεί με τη διπλοκαμπινιά… η εξοργισμένη, οικολόγα, χορτοφάγος, μπλα μπλα μπλα... «είθα» έδειξε –αφού πρώτα έβρισε –προς τα δεξιά. Παράξενοι καιροί.
«Εκεί».
Έφτασες στην απέναντι παραλία με τα χέρια σου να τρέμουν απ’ το κουβαλητό και αφού βρήκες «κάπου να κόφκει», άπλωσες χαλάκια, έστησες και έδεσες για ασφάλεια την ομπρέλα –που την κρατούσες σαν φρικιό ψυχαναγκασμού όλη μέρα να μην φύγει –έριξες Radio Bemba, Marley και Active στο CD μπας και ξορκίσεις το κακό.
Χάζευες την «είθα» μαμά πού άρχισε το παιχνίδι με την μικρή της και άραξες αποχαυνωμένος μπρος στην ομορφιά της ανθρώπινης κατάστασης. Εκεί. Σε παραλία μολυσμένη κι’ ανεμοδαρμένη. Χωρίς μπλα μπλα μπλα.
***
Έτσι είναι η ζωή κωλόγερο, παρ’ το χαμπάρι.
Εσύ παίρνεις κερί για να φτιάξεις ατμόσφαιρα σε παραλίες βραχοκρυμμένες. Αυτή σου φυσά στα μούτρα. Κατσουφιάζεις με τους σοβαροαστείους που σου χρεώνουν κάθε μέρα τα ΜΜΕ και θέλεις να θυμώσεις πολύ. Αυτή σου στέλνει ένα παιδικό μουτράκι, έτσι για να εμπεδώσεις τα πραγματικά σοβαρά. Δεν ξέρουν καν το μπλα μπλα μπλα και τα τετραπέρατα σε κάνουν να καταλάβεις τι θέλουν μια χαρά.
Κουνάς το κεφάλι και αποσείεις άμμο, πολιτικούς και παπάδες. Λίγο κολύμπησες γιατί ο αέρας, το κύμα και η ηλικία σου δεν σε ενθαρρύνουν να βγεις πιο ανοιχτά όπως το ΄χεις συνήθειο. Αρκετά όμως για να γλυκάνεις απ’ την κούραση και σαν ναρκωμένο από μυστήρια κάμπια πιθήκι να γελάσεις με τα όσα ως πριν λίγο σε σκοτείνιαζαν.
«Φοάται η σhέστρα το σκατόν λεβέντη μου»;
(Ο "Θρόνος" του Ποσειδώνα;)
Πιάνεις κουβέντα με την «είθα». Να ‘ρθει, να μην ‘ρθει; Και τι να κάνει εδώ; Για την πρωτεύουσα εδώ δεν κάνει, της το πες και ‘συ. Στην Αθήνα ωραία είναι μα πώς να βρει εκεί δουλειά που να της δώσει την ανεξαρτησία που χρειάζεται; Δεν είναι όλα εύκολα όπως "εδώ στο σπίτι μας", αν και πάντοτε κάτι παλαβά σαν και μας νοιώθουν εντελώς ξένοι εδώ και ξέρουν πως το βόλεμα στην Κύπρο κάθε άλλο παρά ανεξαρτησία είναι. Είναι και το παιδί… που ούτε εκεί θέλει να το μεγαλώσει, ούτε όμως και κοντά στους γονείς της. Είναι κι' άλλοι φίλοι με τον ίδιο προβληματισμό, στην πόλη οι ευκολίες, έχει όμως και τα μείον... και τι θα γίνει με το "κυπριακό" και μπλα μπλα μπλα...
Αχ, μάτια μου, τι να σου πω; Αφού είμαστε όλο «γειά μας» και η σκέψη κολλημένη και συνάμα μπάλα που κυλάει απ’ το κεφάλι του Ζινεντίν στα πόδια του Μαραντόνα. Δεν γίνεται παιχνίδι έτσι μάτια μου. Σαν το παραμύθι που σκαρφίζεται το κεφάλι μας για το χωράφι όπου θα καλλιεργηθούν οινόθαμνοι. Σαν τον τοίχο στο σπίτι μου που παραμένει ανέγγιχτος. Μας φάγανε όνειρα που γίναν τοίχοι και τείχη που γίναν εφιάλτες.
Η αλήθεια είναι πως σε προτιμώ εδώ, έτσι, για την παρέα. Κι’ ας μου την σπας με το αιώνιο «μη-με-ξενερώ» σου βλέμμα. Θα σε ξενερώνω γιατί καιρός είναι να ξενερώσουμε. Μετράω τώρα κοντά δυο δεκαετίες –τύφλα να ‘χει ο Φιτζέραλντ –χαμένες.
Σαν το κρασί και τις αναμνήσεις, θέλει ο χρόνος να δουλέψει σωστά, να ζυμώσει και να βρει την κατάλληλη στιγμή ν΄ αναδυθεί. Αχ, αυτός ο χρόνος. Μας ρουφάει όπως η καστανόξανθη άμμος τους βαρετούς από τον ζαχαρωμένο ύπνο τουρίστες. Πλέκεται μες τις φλέβες μας, φτιάχνει κάστρα και μετά τα πνίγει με κύματα λήθης. Τον φυλακίζεις σε κλεψύδρα και αυτός όλο και δραπετεύει. Μετράς, ξαναμετράς, λειψός κι’ αυτός, λειψή και η ζωή που απομένει.
Έλα να μετρήσουμε μαζί. Να σου πώ εγώ πόσα έχασα με το μπλα μπλα μπλα... και το δικό μου και των άλλων...
90. Κλεμμένα δυο χρόνια και κάτι στο στρατό. Ύστερα επτά μήνες σε εργοστάσιο. Κολλέγιο μετά και πουλούσα την εξυπνάδα-κοντραμπάντο σε καθηγητάδες για να διασκεδάσω την απελπισιά μου. Το αεροπλάνο που με πήρε στο Αμέρικα το ξανασυνάντησα μια νύχτα μεσοδυτική, ήταν φουλαρισμένο με αλόγων υπνωτικό αντί κηροζίνη και πετούσαμε πίσω ολοταχώς. Έκανα δυό χρόνια να ξαναπατήσω Κύπρο. Από 99 ως 01 κέρασα χρόνο σε Κακούργα Βασίλισσα και τσακισμένος επέστρεψα για τα καλά μα όχι για καλό. Νομίζω κάπου εκεί συναντηθήκαμε, τώρα … πότε ακριβώς … θα σε γελάσω. Σίγουρα ήταν στη μπάρα. Από καιρό ξέραμε μόνο εκεί να ζούμε.
Ξαναβρισκόμασταν όποτε ανέβαινα εγώ για φόρτισμα μπαταρίας στην Αθήνα ή όποτε κατέβαινες εσύ στην κατηραμένη νήσο. Την τελευταία φορά που ήρθα απάνω ήμουνα ξεχαρβαλωμένος. Εγώ θρηνούσα το τέλος με το Γκαρσο-νάκι και ετοιμαζόμουνα να ξαναπιαστώ στο δίκτυ της Αγίας των Παθών. Δεν με έφταναν τα δικά μου βάσανα, έφερνα και κακά μαντάτα για τον Άτυχο που πέθανε στη μέση του δρόμου. Μανία αυτό το παιδί να κυνηγάει το κακό του! Αλλά κανένας γνωστός μας δεν ήταν ποτέ τυχερό παιδί.
Θυμάμαι ακόμη το μονάρι σου στους Οινόκηπους σαν ζεστή αγκαλιά, σαν αυτή που σου ‘δωσα όταν ήρθα να με φιλοξενήσεις. Μου ‘φερνες καπνά και μου κάνανε παρέα ο Μάλαμας και ο Θανάσης απ’ το Πισι σου. Επέστρεψα για να δω τον γέρο μου να πεθαίνει. Μετά από λίγο καιρό με πήρες τηλέφωνο να μου πεις πως προάχθηκες σε μαμά. Τώρα ήρθες πίσω για να σκεφτείς τι θα κάνεις. Τσαντίζεσαι με τους γέρους σου που επιμένουν να ταΐζουν τη μικρή με πατάτες βουτηγμένες στο λάδι και το αλάτι. Μου φέρνεις την ψυχή στο στόμα οδηγώντας στο αντίθετο ρεύμα και ‘γω σου τη σπάω με στιγμές αμήχανες και αμίλητες.
Πού ήμουνα; Α, στο μέτρημα…
Μετράς καλά «είθα»; Δεκαεπτά (ναι, το ξέρω, τον γουστάρεις αυτό τον αριθμό) έτη σε τρεις παραγράφους. Φεύγουν βρε μουρλή, σαν άμμος στην άνεμο.
Όλο αυτό τον καιρό χτυπιόμαστε σαν χταπόδια με τους έρωτες μας, με το κρασί μας, με τον περίγυρο, με την μουσική που μας ανάβει, με τα τσιγάρα μας που σιγοκαίνε, με τις φωτιές που πάνε να σβήσουν. «E un mondo difficile» που λέει κι’ ο ποιητής. Όλα αυτά τα χρόνια χτυπιόμαστε και χτυπάμε.
Που ήμουνα; Α, Πέμπτη σήμερα, 13:20…
Μπλα μπλα μπλα... Φιλαράκι, φεύγει ο χρόνος... μπλα μπλα μπλα...
Θέλω να τα παρατήσω όλα για ένα όνειρο. Θέλω να κοιμηθώ σε παραλία με φωτιά και κόκκινο κρασί. Έξω ψιλοβρέχει. Θέλω να μπλα μπλα μπλα... Me cago en el Amor !!!
Πάω για ύπνο.
Labels: ΞΕΝΙΤΕΊΑ
15 Comments:
Wow...Polla wreo to paralirima su!
Όλοι me cago en el amor λέμε αλλά τελικά βρισκόμαστε μονίμως χεσμένοι από την κορυφή ως τα νύχια από αγάπη.
Kalhmera...tha rthei asprh mera ke gia mas. Sosta?... atomika diladi giati syllogika... asta.
αυτό ήταν ερωτική εξομολόγηση ή μου φάνηκε; και όχι δε το λέω με χαμογελάκι :) ούτε με κλείσιμο ματιού ;). Απλά απορώ.
@ς
Εξομολόγηση κούρασης ήταν.
@ΜηΧει
Άθτα-και-χέθτα
@Κανείς.
Μην τα βαζεις στο στόμα σου μάτια μου...
@Μαρία
Γειά σου Μμμ.... ααα δεν το λέω, δεν το λέω.
λογικό. μου έχει ξανατύχει να τα συγχύσω αυτά τα δύο.
Με αναστάτωσε το ψυχογράφημα σου. Έτσι κι αλλιώς πολλά κείμενά σου με αναστατώνουν. Είναι ίσως ο υπερβολικός ρεαλισμός σου σε σουρεαλιστικό μπακράουντ. Βλέπεις ότι όλα περνάνε, πολλά φεύγουν, μα λίγα και σημαντικά μένουν και μας συντροφεύουν και μοιράζονται τις αναμνήσεις χρόνων πολλών μαζί μας. Όσο και μελαγχολικό, είναι αισιόδοξο.
Με νευριάζεις άμα γράφεις τέτοια.Αλλά δε σε λέω γιατί!
Μ!
@Sorry
Ξυδάκι;
Έλααααα... πες μου.... ΤΩΡΑ ΕΙΠΑ!
@Psychia
"...υπερβολικός ρεαλισμός σου σε σουρεαλιστικό μπακράουντ.."
Ψευδοσουρεάλ.
Όντως, λίγα μένουν.
Και μην με βρίζεις...
Άι ρε που θα με κεράσεις και ξυδάκι!
Γιατί θα θελα να τα ακούω από κοντά αλλά να 'μασταν στο Μάλι, στη Δυτική Αφρική με τα μαλλιά κοτσίδια και τα ρούχα τα απαραίτητα μόνο για να μη μας καίει ο ήλιος και να μου τα λες όλα αυτά αλλά να μπορώ να σε πάρω λίτσα.
Φχαριστήθηκες τώρα;!
Mmmm
Τώρα που θα ανεβάσω κο' άλλες φώτο θα δεις...
Αγρινό Ηλίθιο
Αυτό φιόρο μου λέγεται σαδισμός!
Αλλά την ερώτηση δεν βαστώ θα την κάμω..κατάλαβες τι σημαίνει λίτσα;
άγκα;
Αγρινό Ηλιθιότατο
Με εντυπωσιάζεις!
Λοιπόν, τσιγαράκι κέρασμα γιατί δεν χρειάζεται να σου εξηγάω τίποτα εσένα.
27 !!!
Post a Comment
<< Home