ΑΝΘΟΣ ΠΡΩΤΟ
Ουγκα-νιστάΝ
Στη μέση της θαλάσσης –αλλά ίσως όχι και του κόσμου όλου –κείτεται νησί που σαν λόφος υποβαστάζει το χωριουδάκι Ουγκα-νιστάΝ. Εντός άλσους που συντηρεί τους κατοίκους του, την καταγωγή των οποίων δεν γνωρίζουμε αλλά μπορούμε να εικάσουμε, το Ουγκα-νιστάΝ ακμάζων ευημερεί.
Οι συμπαθέστατοι ΟυγκανισταΝοί με τα χρόνια έγιναν δεξιοτέχνες στην καλλιέργεια ζαρζαβατικών μα και στην εκμετάλλευση τετράποδων. Γαλακτοκομία, φαρμακευτική, αρωματοποιία, επεξεργασία δέρματος, βιοτεχνίες πάσης φύσεως καθώς και άλλες τέχνες αναπτύσσονταν. Με την ανάγκη για υποδομή εμφανίζεται και η υποψία αυτοδιοίκησης-κυβέρνησης, με όχι πάντοτε θετικά αποτελέσματα (κρατάει χρόνια αυτή η κολόνια).
Η Νύχτα με τα Παράξενα Μούρα
Ήρθαν παράξενοι καιροί, υποχώρησε η στάθμη της γύρω θαλάσσης. Υπόλευκη ομίχλη, χτικιάρηδες άνεμοι … δεν άργησαν οι ΟυγκανισταΝοί να χρειάζονται και Πνευματική Καθοδήγηση. Στην αρχή αυτό σήμαινε απλά συγκεντρώσεις μετά από κάθε ξηρή καταιγίδα στην πλατεία του χωριού …με τους παραγωγούς εκχυλισμάτων και αρωματικών να καίνε λιβάνι και να ποτίζουν χαμομήλι το ποίμνιο… πείθοντας τους αφελείς συντοπίτες τους πως έτσι όλα θα πάνε καλά και καθησυχάζοντας τους. Α, έπεσε και μια απαγόρευση προσέγγισης της καινούριας γης που εμφανίστηκε με το «τράβηγμα» της θαλάσσης –τράβηγμα που ως συνήθως άφησε τη γη άγονη –με εξαίρεση μοναδική της αλιευτικές εργασίες. Μπάνια, ηλιοθεραπεία, καμάκι… κομμένα!
Τη νύχτα που σταμάτησε ο Ποσειδών να αποσύρει νομισματικά κύματα από την τράπεζα του, νύχτα με φεγγάρι γιομάτο και βαρύ σαν πεπόνι, ένας βοσκός είδε κάποια ελεύθερα, παλαβά, τετράποδα κερασφόρα να μασουλάνε κάτι ξινισμένα μούρα και μετά να κατεβαίνουν στην ολοκαίνουρια παραλιακή ζώνη με κιθάρα και καλή διάθεση. Ο βοσκός, Γεωργός στο όνομα, το είπε στον γαμπρό του που είχε το καπηλειό στη πλατεία και έφτιαχνε ροφήματα, αυτός έφτιαξε αφέψημα –φίνο πράμα –από τις μουριές και… έκτοτε οι χεστήκαμε-απ-το-φόβο-μας-με-τέτοια-καταιγίδα Πνευματικές Συνάξεις έγιναν «κάπως». Ο Ποσειδών μια μέρα θα βλαστημούσε την ώρα που ο κανακάρης του, ο Πολύφημος, θα γινόταν –λόγω μουροκατάνυξης –αισχρός σε ξένο μπαράκι κι’ ο σεκιουριτάς Οδύσσεας θα του χαράκωνε την ζαλισμένη –από τα μούρα –μούρη.
Τυχερός φάνηκε και ο Θέσπης όταν μια νύχτα έγινε κι’ αυτός «γκολ» και… μπροστά στον έκπληκτο προύχοντα Σόλωνα …διάβασε όλες τις ευχές της Πνευματικής Σύναξης ανάποδα και τράβηξε την προσοχή του κόσμου στον ίδιο παρά στην τελετή. Γέννησε έτσι την Θεατρική αλλά και τη διαπλοκή γιατί ενώ στην αρχή ο Σόλωνας τον τάραξε στα αλκοτέστ … μετά κάνανε μπίζνες μαζί και ο Θέσπης βρέθηκε να πετάει –σφήνα στις παραστάσεις του –διαφημιστικά σποτάκια για τα αρώματα που εμπορευόταν ο γέρο-προύχοντας… και τα οποία τώρα λανσάρονταν και με νέο άρωμα –μούρων, σωστά το μαντέψατε –που υποσχόταν ότι άμα το φοράς θα σας κάτσει ό,τι θα θέλατε να σας κάτσει.
Κοντραμπάντο
Ο βοσκός Γεωργός ήταν άνθρωπος πολυμήχανος, ίσως δε και κάπως άτυχος. Στο χρόνο επάνω και μη θέλοντας να πληρώνει αρωματοποιούς και αφεψηματοποιούς, τον Σόλωνα και τον Θέσπη και όλους όσους κάνανε μπίζνες την δικιά του ανακάλυψη, σκέφτηκε να δοκιμάσει γάλα απ’ τα κερασφόρα τετράποδα και του έκατσε το Χριστουγεννιάτικο τζακ-ποτ!!! Για να ανταγωνιστεί τα «μουράτα» αφεψήματα και αρωματικά, έκρινε πως θα ήταν σωστό να γίνουν τα μουρόφιλα, κερασφόρα τετράποδα …οικόσιτα. Τι σκατά (που η Word μου τα θέλει «σικάτα»), ελεύθερη αγορά δεν έχουμε στο Ουγκα-νιστάΝ;
Έλα όμως που αυτά την είχαν καταβρεί στην παραλία με φωτιά και λουκάνικα, κιθαρίτσα και το τρίχωμα χτενισμένο καμπάνα λίγο πάνω απ’ τις οπλές… Είδε κι’ αποείδε ο δύσμοιρος να τσακώσει μερικά όταν έκαναν τη γύρα τους στην άκρη του άλσους με τα μούρα, όταν όμως αυτά έμπαιναν σε μαντρί αδυνατούσαν να δεχθούν τα Μούρα της Χαράς ως τροφή. Έκαναν εμετούς, διάρροιες, έπεφτε το τρίχωμα τους αλλά «μουράτο γάλα» δεν υπήρχε ούτε για δείγμα. Ο βοσκός Γεωργός έβλεπε τα όνειρα του να μετατρέπονται σε Σταφύλια της Οργής. Πίκρα, πολλή πίκρα.
Μήνες μετά, αφού ξεζούμισε καλά-καλά μια έγκυο κερασφόρα, έκανε σπονδή στον Ποσειδώνα εκεί στην «Ακτή του Μούρο-Κυβερνήτη»… έχυσε στο νερό της Θάλασσας γάλα και μέλι… πέταξε ανθούς λεμονιάς και ροδοπέταλα…είπε ένα βροντερό «ούγκα» και έκλαψε. Έκρινε πάλιν πως αφού τα κερασφόρα δεν πήγαιναν στο βοσκό, ο Γεωργός έπρεπε να πάει στα κερασφόρα. Ως ψαράς...
Κίνησε για το κυβερνείο του χωριού, έβγαλε την σχετική άδεια, βρήκε στο καπηλειό ένα συνταξιούχο ψαρά και του κέρδισε την βάρκα και τα σύνεργα σε μια παρτίδα πόκερ (αργότερα τον προσέλαβε υπάλληλο, «θα δουλεύεις και μετά τα 63», του είπε). Έκανε και μια αίτηση για άδεια οικοδόμησης στην παραλία με χαλάρωση, τον στείλανε σε καμιά ντουζίνα γραφεία, τους κέρασε όλους μουρό-γαλα, στον χρόνο πήρε την έγκριση.
Οι Βάρβαροι
Ο Ποσειδών είναι θεός ζοχάδας και παλαβός. Του στραβόκατσε πως δεν πήρε αυτός το εξοχικό στον Όλυμπο και από τότε εκδικιέται ασύστολα αλλά και άτσαλα. Το θαύμα του το είχε κάνει πολύ πριν την σπονδή και την στιγμή που ο πολυμήχανος Γεωργός χαράμιζε το μελόγαλα …αυτός κόρταρε μια ζαργάνα που την λέγανε Κερύνεια.
Το θαύμα ήταν ήδη εκεί. Το παιχνίδι που έκανε στο χρηματιστήριο της θαλάσσης, στέλνοντας τη στάθμη της σχεδόν στο πάτωμα, έδωσε έναυσμα σε κύμα μεταναστευτικό. Άλλες φυλές, που χρειάζονταν νέα γη και πόρους, μπορούσαν τώρα να κάνουν ταξίδια αποικιακά με τις –ως τώρα –ανεπαρκείς βαρκούλες τους. Είχαν κι’ αυτοί καινούρια, άγονη γη μα τι να την κάνουν; Θα την καλλιεργούσαν βέβαια με τον καιρό αλλά η αγορά σήκωνε επέκταση ΤΩΡΑ. Προτίμησαν τις συγχωνεύσεις. Έστειλαν ομάδες για εξερεύνηση … μα αυτές κάπου έπρεπε να κάνουν σταθμούς. Προτίμησαν νησιά με άλση.
******
Την μέρα που ο –κάποτε βοσκός και τώρα ψευδοψαράς –Γεωργός μετέφερε ξυλεία και εργαλεία στο σημείο όπου θα έφτιαχνε τα κεντρικά του γραφεία, έχοντας την έγκριση στη κωλότζεπη και τα αρχιτεκτονικά σχέδια παραμάσκαλα, να τες οι αρμάδες άποικων στον ορίζοντα.
«Μαλάκα Ποσειδώνα, τι το πίνεις αφού σου κάνει κακό»;
Έκατσε και τους παρακολούθησε, με το που πάτησαν πόδι στις ακτές άρχισαν να κατεβάζουν σκηνές, τρόφιμα, οικοδομικά υλικά, κάτι ιριδίζοντα φλάμπουρα … φαινόταν πως ήρθαν για να μείνουν. Εκείνος έφυγε, πήγε πίσω στο χωριό.
Η Συνέλευση που ακολούθησε ήταν θορυβώδης. Κάποιοι πεχλιβάνηδες έλεγαν να κατέβουν αμέσως για «υποδοχή», να καθαρίσουν για το έθνος αντρίκια και να διαολοστείλουν τους παρείσακτους. Οι γυναίκες τους έλεγαν «ας δούμε πρώτα τι μούρα φουμάρουνε και του λόγου τους», ήτανε βλέπετε επιρρεπείς στους κάθε είδους νεωτερισμούς.
Άλλοι λέγαν πως δεν υπήρχε λόγος πανικού, πως σίγουρα οι «καινούριοι» θα χρειάζονταν προμήθειες και πως αυτή ήταν μια καλή ευκαιρία για εμπόριο. «Ναι, αλλά και ‘μεις κάποτε θα χρειαστούμε ψάρι, πως θα ψαρέψουμε στα ρηχά κατά πως το ‘χουμε συνήθειο με όλο το σαματά που κάνουν οι βάρβαροι; Οι βάρκες μας δεν είναι φτιαγμένες για τα’ ανοιχτά κι’ ας χαμήλωσε ο μπιντές του Ποσειδώνα», είπαν οι ψαράδες πλην του βοσκού Γεωργού (είπαμε, αυτός ήταν γιαλαντζί). «Έπρεπε να φτιάχναμε από καιρό μεγαλύτερες, να σαλπάραμε εμείς πρώτοι», είπε ο αντιπρόσωπος της Ξυλεμπορικής Λτδ.
«Να τους κάψουμε τους παλιοπούστηδες», κραύγασε ο Πετρολιέρης του χωριού. Ο βοσκός Γεωργός σκέφτηκε τα τετράποδα κερασφόρα του. Καταστροφή! Με ένα σάλτο ανέβηκε στο πάλκο του Θέσπη και με ύφος περισπούδαστο έκανε το επικοινωνιακό του «κάτι τις».
«ΟυγκανισταΝοί και ΟυγκανισταΝές, γνώριμη είναι η φωνή που ακούτε, είμαι ο βοσκός Γεωργός, τώρα ψαράς, χάρη στον οποίο η κοινότητα μας ευλογήθηκε με το θείο δώρο των μούρων. Ήρθε τώρα η στιγμή να σας αποκαλύψω πως το δώρο αυτό… μου το φανέρωσε ο Ποσειδών. Και ερωτώ, τούτοι οι ξένοι δεν είναι απ’ την οδό Του που μας ήρθαν; Θα ήταν άραγε συνετό να βιαστούμε και να αρχίσουμε τις εχθροπραξίες με αυτούς; Και αν θυμώσει ο Ποσειδών και μας στείλει τσουνάμι; Άλλωστε, εγώ που τους είδα πρώτος… σας διαβεβαιώνω, δεν είναι μια φυλή μα καμπόσες. Ας κάνουμε μια έρευνα αγοράς, ας μάθουμε ποιος ο σκοπός τους, ας ψάξουμε να κάνουμε συμμαχίες, ας φανούμε συνετοί. Και αφού εγώ τους είδα πρώτος… να πάω πάλιν πρώτος εγώ, αύριο πρωί με το χάραμα, επίσημος συνομιλητής και εκπρόσωπος των συμφερόντων του Ουγκα-νιστάΝ».
Μετά τους κέρασε όλους απ’ το απόθεμα μουρό-γαλου που είχε κρύψει στο καπηλειό του γαμπρού του, λέγοντας του πως τάχα είναι ένα καινούριο γαλακτοκομικό που το λένε «αήρ-άναν». Δέχτηκαν.
Τη στιγμή που ο Γεωργός έβγαινε από το άλσος… πάτησε σκατό από κερασφόρο τετράποδο. Κακός οιωνός.
Τζων Γουέην
Σίμωσε ο Γεωργός—εξερευνητής στην πλευρά που άραξε η Μεγάλη Βάρκα της φυλής των Γελαδάρηδων. Είχαν το πιο επιβλητικό σκάφος απ’ όλα –σχεδόν πλοίο –και από την κατασκήνωσή τους ερχόταν μια θεσπέσια μυρουδιά. Αργότερα έμαθε πως οι ευωδιές προέρχονταν από έδεσμα που το λέγανε οι βάρβαροι «σούβλα». Γενεές μετά βγήκε και σε άρωμα, το είπαν «Τσίκνα ντελα Σουγλ’ ντελ Chypre», από το όνομα του δημοφιλέστερου βοοειδούς που γούσταραν για σούβλα οι «ξένοι». Μα τίποτα από αυτά δεν έπαιξαν ρόλο τόσο σημαντικό στην επιλογή του πιότερο από ένα ατυχές γεγονός. Οι Γελαδάρηδες άραξαν στην παραλία που σύχναζαν τα κερασφόρα, μπροστά απ’ τη γωνιά του άλσους όπου βγαίνανε τα πιο πολλά μούρα.
Κάπως γλαρωμένος απ’ το μουρό-γαλο που κατανάλωσε για να πάρει θάρρος, πήρε έναν υπνάκο πίσω από ένα βράχο… Την ώρα που άνοιξε τα μάτια του, την ευωδιά της σούβλας είχε αντικαταστήσει … ποδαρίλα! Ο γεροδεμένος φρουρός που στεκόταν από πάνω του βρωμούσε. Έτσι ήταν οι Γελαδάρηδες, μες τις μυρωδιές. Απ’ τον αξιωματικό βάρδιας τον πήραν στον διοικητή της φρουράς… μέχρι το απόγευμα τον παρουσίασαν στον Αρχηγό της Φυλής μαζί με διερμηνέα.
Δεν ξέρω αν έφταιγε το μουρό-γαλα, η σούβλα ή ο κακός διερμηνέας… πάντως το «ίντερβιου» δεν κράτησε πολύ. Μόλις ο σοφός αρχηγός άκουσε «είμαι ο βοσκός Γεωργός, τώρα ψαράς και ήρθα να σας πώ για τα κερασφόρα…», σήκωσε την παλάμη ως συνήθιζε άμα απαιτούσε σιωπή. Ένας φρουρός έκλεισε το στόμα του Γεωργού με το χέρι και ο Τζων Γουέην (έτσι τον λέγαν τον Αρχηγό) αποφάσισε: «Μεθυσμένος είναι, κλείστε τον στο πειθαρχείο για απόψε…»
*****
Κατά τις τρεις το πρωί, στο κλουβί που τον έκλεισαν πλησίασε ένα κερασφόρο τετράποδο με κόμη Mohican. Άπλωσε το χέρι ο πολυμήχανος, έχοντας στη χούφτα του μούρα, ίσα που να πάρει μυρωδιά το ζώο. Μετά το έφερε πίσω. Δυο κουτουλιές άντεξε το κλουβί. Τρέχανε, αυτός και ο κερασφόρος απελευθερωτής που κατόπιν τον ονόμασε «Φωκά», μαζί ως την πλατέα του χωριού.
*****
Αφού έπλεξε διάφορες ιστορίες με βάση τα όσα πρόλαβε να δει ο Γεωργός, έπεισε τους άλλους ιθαγενείς πως καλόν θα ήτανε να ακολουθήσουν πλάγια ταχτική. «Σκεφτείτε φίλτατοι συγχωριανοί, αν ποτέ και μας δεν μας έφταναν τα καλά που το άλσος και η φύση γενικά μας προσφέρουν απλόχερα, δεν θα διατάζαμε τους καλύτερους μας να κινήσουν για άλλού, να ψάξουν που και πως θα βρούμε τρόπους να συμπληρώσουμε το βιός μας κατά τις ανάγκες μας; Και ποιος πατριώτης θα αρνι-όταν τέτοια αποστολή; Ε, λοιπόν, τέτοιους έχουμε απέναντί μας. Ας σκεφτούμε τώρα πως θα φιλέψουμε εκείνους από τους άποικους που έχω ήδη γνωρίσει… και θα δείξει ο χρόνος πως θα χειριστούμε τους υπόλοιπους. Μα πάντα με τρόπο που θα μας συμφέρει εμάς.»
Όταν ο Τζών Γούεην τον είδε μπροστά του πάλι, παρέα με ολάκερη αποστολή ασφαλιτών, εμπόρων, τον βοηθό τελάλη του χωριού μα και μερικές –τις πιο νταρντάνες –ΟυγκανισταΝές που κουβαλούσαν μούρα… χαμογέλασε πλατιά και του είπε: «Τώρα μάλιστα, τώρα ξύπνησες…»
Ετούτο το Μούρο είναι Δικό τους και Δικό μας
Με σούβλα και μουρό-γαλα χτίστηκαν συμμαχίες. Έμπασαν οι ΟυγκανισταΝοί δικούς τους ανθρώπους σε όποιες φυλές βρήκαν συμφέρον, ξεπάστρεψαν με διάφορες δικαιολογίες όλες τις άλλες φυλές των οποίων οι πατριώτες άποικοι δεν προσέρχονταν για διαπραγματεύσεις. Από αυτούς άφησαν μόνο μερικούς από κάθε φυλή, στέλνοντας τους με σχεδίες στα ανοιχτά. Άμα επιβιώσουν θα πουν στις μητροπόλεις πως είμαστε πανούργος λαός και ανίκητος. Έτσι σκέφτηκαν.
Άρχισε και η επέκταση του χωριού, επέκταση που ουσιαστικά ακολουθούσε το μεγάλωμα του άλσους. Ήταν οικολόγοι βλέπετε, μάθανε να ζούνε μέσα στο δάσος και να ζούνε από το δάσος. Ο βοσκός Γεωργός, γιαλαντζί ψαράς και στην ουσία μάστορας στο κοντραμπάντο μουρό-γαλου, φρόντισε να ενταχθεί στις συντονιστικές ομάδες επεκτάσεως. Έτσι βρισκόταν συνεχώς κοντά στην ακτή και στα μουρό-χαβλα τετράποδα. Κυκλοφορούσε πάντοτε παρέα με τον Φωκά, το πιστό του κερασφόρο.
Έμπασε στο κόλπο και τους Γελαδάρηδες, άνοιξαν και άλλες νόμιμες δουλειές, το Ουγκα-νιστάΝ αναγεννιόταν… Έφτασε το άλσος μέχρι λίγο πιο έξω απ’ την παραλία, εκτός απ’ το σημείο που όριζε ο Γεωργός και τα κερασφόρα μαζί.
Οι νεοεισαχθείσες φυλές στην κοινωνία του Ουγκα-νιστάΝ εξυπηρέτησαν και άλλους σκοπούς. Ενημέρωσαν τους ντόπιους άρχοντες για τους τρόπους των ανθρώπων τους πίσω στην –παλιά τους –πατρίδα, για τα όπλα και τις τεχνικές τους, για όσα πράγματα χρειάζονταν να ξέρουν οι ΟυγκανισταΝοί έτσι ώστε να αντιμετωπίζουν με επιτυχία κάθε καινούρια απόπειρα αποικισμού. Στα χρόνια που ακολούθησαν, οι ΟυγκανισταΝοί –ορίτζιναλ και franchise –δέχονταν όλο και λιγότερους νεοφώτιστους. Κυρίως από καινούριες φυλές ή κάποτε και από τις φυλές που ήδη έκαναν την άφιξη τους αλλά μόνο για σκοπούς ενημέρωσης των αρχείων τους. Τους υπόλοιπους τους έκαναν γιαχνί ή τους έστελναν πίσω για να σπείρουν τον φόβο στον έξω κόσμο.
******
Μόνο ένα πράγμα δεν έκαναν οι ΟυγκανισταΝοί. Δεν έκτισαν καράβια μεγάλα για να βγουν και αυτοί στη γύρα. Τράτες για ψάρεμα, τρίηρεις για την άμυνα, μικρά εμπορικά για συναλλαγές με όσους ξένους ο φόβος κρατούσε στ’ ανοιχτά. Αυτά. Στην απόφαση τους να μην επιχειρήσουν αποικισμό οι ίδιοι έβαλε χεράκι ο Γεωργός.
Σκεφτόταν τον Ποσειδώνια; Φοβόταν μην τον στείλουν αυτόν μπροστάρη και χάσει την αποκλειστικότητα στο μουρογαλοεμπόριο; Ποιος ξέρει; Ήτανε και εκείνη η ξένη που έκανε ταίρι του, η Ανάγκη, κόρη του αρχηγού της φυλής των Γελαδάρηδων (η γυναίκα του είχε πεθάνει ένα χρόνο πριν τη Νύχτα με τα Παράξενα Μούρα). Έκανε παιδιά, όρισε το καθένα από αυτά σε θέσεις ανάλογα με την κλίση τους. Που να πήγαινε στο άγνωστο; «Καλλίτερα στην έρημο με βάρκα τρυπημένη», έλεγε σε όποιον τον ρωτούσε.
ΓΥΡΗ
Τη νύχτα που πέθανε ο κερασφόρος Φωκάς, νύχτα με ομίχλη σαν ξύπνημα από κεταμίνη, στο τελευταίο του βέλασμα έστειλε τον Γεωργό σε καταληψίας μονοπάτια. Είδε όραμα και το πρωί έφτιαξε ακόμα ένα παιδί με την Ανάγκη. Το ονόμασε Θάλασσα. Πριν πεθάνει και αυτός … του χάρισε ένα εγγόνι. Τον βάφτισαν στο κομμάτι της ακτής που όριζαν και τον ονόμασαν Αλλού.
Το Άνθος Δεύτερο λίαν συντόμως. Παρόλο που τα έχω όλα στο κεφάλι μου, ετούτο το κείμενο δεν είναι τελειωμένο και ίσως να μην τελειώσει ποτέ. Αν είναι μουριά θα ανθίσει...
Πηγές έμπνευσης ... το κείμενο της Παραγράφου στο διαγωνισμό για το μπλογκ του Νίκου Δήμου, ο κουφάλας ο Όμηρος, ο τραλαλά Καβάφης και η αυτωμένη του Ιθάκη, ο τιριτάχτα Καββαδίας με την Ταπροβάνη και άλλα... ο Τομ Ρόμπινς γενικώς και αορίστως... ο Τζόναθαν Σουίφτ με τα Ταξίδια του Γκιούλιβερ... τους ευχαριστώ και από τα...χχχμμμ.... "μαμά, πόσα άκρα αντίστοιχα των νυχιών έχουμε στις οπλές μας εμείς τα Αγρινά;"
Ciao
Labels: ALLEGORY