Πήρα την εφημερίδα–σύμβολο
και την έβαλα στο ταμπλό.
«Έτσι, να νομίζουν ότι είμαστε ‘σοβαροί’»,
ψέλλισα καθώς βγαίναμε απ’ τη τσιμεντούπολη
με τον Παντοκράτορα Ήλιο σε άτακτη φυγή.
Που πήγαν τα τσιγάρα που μόλις αγόρασα;
Τα ψάχνω παντού και δεν τα βρίσκω.
Ο Απάτσι οδηγός του οχήματος
βρίσκει ένα σημείο όπου υπήρχε
χώρος στο πλάι του δρόμου.
Μας κοιτάν οι περαστικοί
να ψάχνουμε τσέπες, τσάντες και σακούλια.
Τίποτα.
Σοβαρότατοι.
Σε ένα απ’ τα χωρία
πέριξ της πρωτευούσης
σταματάμε σε περίπτερο.
Παίρνω άλλο ένα πακέτο.
Λίγο μετά ανακαλύπτω
πως η θήκη,
που
–λόγω των κασετών
με ηχογραφήσεις από ράδιο
της εποχής του Camassa –
δεν έκλεινε,
είχε κάνει τα μαγικά της και
έκρυψε το πρώτο πακέτο
στον κενό χώρο
που σχηματίζεται πίσω της
όταν είναι ανοικτή.
«Μόνον εμείς
θα εκαταφέρναμε
κάτι τέθκοιον, Γέροντα»,
λέω γελώντας στον Ιερώνυμο Απάτσι.
Ανάβω απανωτά τα καρκινάκια
και συλλογίζομαι,
πότε-πότε ψιθυρίζοντας
τις σκέψεις μου στον οδηγό.
***
«Ο τόπος είναι μια χαρά»,
λέω ενώ προσπαθώ
να συλλάβω το φώς που κτυπά
τα φύλλα των δέντρων
προτού εγκλωβιστεί σ’ αυτά.
«Οι Άνθρωποι είναι το πρόβλημα».
Γι’ αυτό «χρειαζόμαστε»
νόμους, οδηγίες, κατευθύνσεις–ντιρεκτίβες,
σήματα, σημάδια,
κάγκελα και σύρματα.
Κάγκελα παντού…
Να κρατάμε μέσα ή έξω
τετράποδους εαυτούς,
να παγιώνουμε συνήθειες,
να οριοθετούμε κτήσεις,
να ορίζουμε πορείες.
Καθότι χειμώνας
και το κρύο καμπόσο…
παρόλο που περνούσαμε
τους ίδιους δρόμους…
δεν συνάντησα πάλι
τα ελευθέρας βοσκής ανίψια
που εντόπισα τότε.
Θα τα βγάλουν
–φαντάζομαι –
έξω την άνοιξη,
πριν απ’ το Πάσχα.
Πόσα να έχουν επιβιώσει
της Σταύρωσης;
( Πόσα έφαγα εγώ; )
Θέλει ο οδηγός να δει
την κατάσταση του χωματόδρομου
αλλά και της υδάτινης οδού
και γι’ αυτό ανεβαίνουμε
λίγο πιο πάνω
απ’ το γνωστό σημείο,
σταματάμε απέναντι
σε λεβέντη ευθυτενή – ορόσημο.
Να κι’ ένας «διανοούμενος»
με δαιδαλώδεις σκέψεις.
Αφουγκράζομαι,
παρατηρώ εκεί όπου
συναντιόνται δυο πλαγιές…
Νάτο!
«Δε θα δώσουμε Γη και Ύδωρ»,
έλεγε τις προάλλες
ο Μέγας Μπετονιέρης.
Θα κρατήσω όμως
χώρια τις ασκήμιες
απ’ τα όμορφα.
Ας το(ν) πάρει το ποτάμι.
Στο έδαφος φλοιοί, φελλοί,
όχι αυτοί που επιπλέουν, οι άλλοι.
Παρατηρώ τη γεωγραφία τους,
έχουν δική τους χλωρίδα και –ίσως –πανίδα,
σαν έτοιμοι πίνακες μοιάζουν.
Μόνο που… πολλές φορές
μια εικόνα αλλάζει
ανάλογα με την εστίαση.
Λίγο πιο κάτω, στο σημείο
που επισκέφτηκα παλιά,
το ύδωρ συνεχίζει
να έρχεται και…
να φεύγει…
…αψηφώντας
τις όποιες συμπληγάδες.
Η Μυρμηγκογέφυρα
μοιάζει ξεχαρβαλωμένη,
να χωρίστηκαν άραγε
σε «απ’ εδώ και απ’ εκεί»;
Το νερό,
πότε ήρεμο…
…και πότε βιαστικό...
…μα πάντα φευγάτο.
Δυσκολεύομαι να αναγνωρίσω
τη λιμνούλα σε σχήμα Κύπρου,
αναρωτιέμαι αν είναι πιο λίγα τα νερά
απ’ αυτά που έβλεπα πέρσι το Μάρτη.
Είναι όμως πιο πολλά, ανέβηκαν πιο ψηλά, γέμισαν κι’ άλλους χώρους κι’ έτσι άλλαξε το σχήμα.
[ Συγκριτικές φώτο ΕΔΩ. ]
Εκτός απ’ την εστίαση
είναι και του αντικειμένου η αλλαγή…
***
Τι έλεγα στην αρχή; Οι άνθρωποι
είναι το πρόβλημα
και όχι ο τόπος;
…ή Ο άνθρωπος;
Που τάχατες
έχει ξεφύγει
απ’ της Φύσεως τα «δεσμά»
και έμαθε κουμάντο να κάνει
δεχόμενος Νόμους…
και ξεχνώντας
την Αυτονομία.
Ας ονομάζουμε
άλογα κτήνη τα τετράποδα,
πολλάκις και ποικιλοτρόπως
δείχνουμε
ποιανού η φύση είναι
πιο παλαβή.
Χτίζουμε οδούς ελευθερίας
που μας οδηγούν απ’ το ένα Mall
στο επόμενο, απ’ τη δουλειά στο σπίτι.
Μέσα στο τσιμεντένιο κάστρο μας
φυλάμε φλούδες, κόκκαλα,
ακόμη και το σκατό μας
σε χώρους ειδικούς
για να παν’ μετά
σε αχρηστίας προορισμό.
Μα έξω απ’ αυτό αφήνουμε…
Κατάλαβες ρε;
Περαστικά μας…
Είμεθα όλοι υγιείς,
δεν φαίνεται η ασθένεια μας
και δεν θέλει γιατρικό.
"When the music’s over,
turn out the lights…"
Πριν κλείσω
λύστε μου
μια απορία.
Σε αυτόν που
δεν έχει χρήματα
να βγάλει άδεια
απαγορεύουμε το κυνήγι
ακόμη και αν
θα το κάνει
–ξεκάθαρα –
για σκοπούς επιβίωσης.
Το επιτρέπουμε όμως
σε αυτόν που έχει τα λεφτά
και το κάνει σαν «άθλημα».
Είναι ή δεν είναι
απέραντη
η σοφία μας;
Αχ, δύσκολα σας βάζω,
καλύτερα να δοκιμάσω
κάτι ανούσιο –σχεδόν.
ΟΚ, το ξύλο
το αφήνει εκεί
κάποιος που θέλει
να μετακινεί τον δείκτη,
έτσι;
Τα μανιτάρια ποιος τα άφησε και γιατί;
Labels: FMP, ΞΕΝΙΤΕΊΑ