Friday, August 03, 2012

The Artists Muse. [Αι Καλλιτέχναι Ρεμβάζουν]

Ξυπνά ο πρώτος και φτιάχνει φραπέ, ο αναδευτήρας καθαρός και έτοιμος εκ νέου για χρήση πριν τη πρώτη ρουφηξιά. Ξυπνάει ο δεύτερος, φτιάχνει φραπέ και το πίνει μέσα στον αναδευτήρα. Ποτήρια κατάλληλα δια τοιούτον σκοπό, άφθονα. Ξυπνά και ο τρίτος, βρίσκει τον αναδευτήρα κατειλημμένο … πιέζει τον δεύτερο να σπεύδει με το φραπέ για να φτιάξει δικό του. Ρουφήξ-ρουφήξ-ρουφήξ, πάρε. Ομοίως ο τρίτος καταναλώνει το φραπέ εντός του αναδευτήρα.


Πως θα προκόψουμε έτσι, αδελφέ μου;


***

Παρασκευή, 27 του Ιούλη και βρίσκομαι –μαζί με 2 συνταξιδιώτες –στη νότια πλευρά του Τροόδους με κατεύθυνση βόρεια. Είναι εκείνο το κομμάτι της ορεινής και ημιορεινής Κύπρου που το χαρακτηρίζει το βραχώδες ασπρόχωμα και η χαμηλή ως μέτριου ύψους βλάστηση. Δύσκολη Γη.
Προορισμός η Αρμίνου (δες προηγ. ανάρτηση), από το φράγμα της οποίας (και προς τα βόρεια) ξεκινά η ψηλότερη βλάστηση που μπορείς να αποκαλέσεις δάσος. Πρώτος σταθμός, δυο χωριά πιο κάτω, στο σπίτι που θα μας φιλοξενούσε (καλή ανάρρωση Γιατρέ).    
Η θέα μιχτή, ομορφιές και –από ανάγκη –ασκήμιες των ανθρώπων. Εκεί που βρίσκεις σκιά ή όταν ο Ήλιος γύρει πίσω απ το απέναντι βουνό, το αεράκι υπέροχοσχεδόν μεθυστικό αν τα ρουθούνια σου δεν τα ‘χεις κάψει από καιρού με τις κακές συνήθειες. 
Αφού ξεφορτώνουμε προμήθειες και ρούχα, επόμενος προορισμός ο χώρος του φεστιβάλ με ενδιάμεσο σταθμό σε φαγάδικο εντός άλλου χωριού. Εδώ να καταλάβεις τι εστί «οφτό κλέφτικο». Όχι μόνο λόγο καλού ψησίματος και γεύσης αλλά και γιατί το εμφανές της Λευκωσιάτικης καταγωγής έχει ως αποτέλεσμα «κόψιμον κκελλές».


Στον καφενέ της Αρμίνου, δίπλα δηλαδή από το χώρο του φεστιβάλ, παρατηρείς τους «χωρκανούς» που κερνάνε συνεχώς μπίρες τον «αμερικάνο» μουσικό… περιμένοντας να δουν πότε θα καταρρεύσει. Αναρωτιέσαι αν στο τέλος θα υπάρξουν τράβαλα ανάμεσα στους φεστιβαλιστές και τους τόπακες. Φαίνεται όμως πως η ανάγκη –πως αλλιώς να ξαναδεί το χωριό 100, 200 ή 300 επισκέπτες ανά μέρα –κάνει τη συμβίωση πιο εύκολη παρά τις «διαφορές» στη κουλτούρα. Η κρίση βοηθός!
Μια αυτοσχέδια απόπειρα στο περίπου, καλλιτέχνες σε κατάσταση φλου να περιμένουν για sound-check, πλάκες για την παράκληση της τελευταίας στιγμής που κάνουν οι καλαμαράδες μουσικοί, ακούς τις συζητήσεις μέσω κινητού μεταξύ ενός εκ των διοργανωτών και των φίλων/γνωστών του που κάθονται δίπλα: «Μα που να βρω μασκαραλλίκιν να θκιαβάζει floppy μάνα μου; Πρέπει να κάμω ταξίδι πίσω στο χρόνο για έτσι πράμα!»

Μετά περίπατος προς το • Γιοφύρι του Τζιελεφού, περνώντας δίπλα απ’ το φράκτη.
Προσπερνάμε το γιοφύρι, ψάχνουμε τα αστόπαιδα την περιβόητη δροσιά των βουνών, μα πώς να σου κάτσει λεβέντη μου; Αφού κατέβηκες σε κοίτη ποταμού, βουνά δεξιά … βουνά ζερβά… βουνά παντού τριγύρω, πυκνή βλάστηση όπου γυρνάει το μάτι, πως περιμένεις να φυσήξει αεράκι;

Αγκομαχώντας απ’ τα περιττά κιλά, ο φόβος του σπασμένου δίσκου κάνει το κάθε βήμα μου αργό ενώ ο ιδρώτας εμπλουτίζει τα τρεχάμενα νερά. Φτάνω στο ξέφωτο όπου αράξανε οι άλλοι.


Αι καλλιτέχναι ρεμβάζουν!
Φέρνω στη μύτη μου κλαδιά, φλοιούς, φύλλα, προσπαθώ με κάποιο τρόπο να σχηματίσω συναισθηματικό δεσμό με τα όσα βρίσκονται γύρω μου.


Έτσι δεν μας πιάνουν στα κλουβιά της πόλης;
Με τέτοιους δεσμούς;


Από την ανάγκη για ταίρι στο μπαρ, από τους «weekend» χώρους συνεύρεσης –δια αλκοολούχας οδού –στο ψυχαναγκαστικό ξενύχτι, από τα φώτα της πόλης που βλέπεις κορδώνοντας σε ρετιρέ πολυτελείας ως την τρύπα με τα φώτα σε φτωχικό καθιστικό.


Παραμένουμε θεατές.


Θα χρειαστεί νομίζω κάποια μαγεία πιο δυνατή αν είναι να ξεφύγουμε. Γι’ αυτό κόλλησε το μάτι μου σε ένα γερό κλαδί, «σκήπτρο σαμάνου» είπα και το μάζεψα απ΄ το έδαφος.
Αν μη τι άλλο, να έχω κάπου να ακουμπώ, να μην φοβάμαι πως κάθε απόπειρα ισορροπίας μπορεί να μου τινάξει τον σπασμένο δίσκο στο «άι σιχτίρ». 

***


Την πρώτη νύχτα –μουσικά –την απόλαυσα καλύτερα απ’ τη δεύτερη.
Ακούω κυπριακά παραδοσιακά παιγμένα σε 8-bit, μια ηλεκτρονική εκδοχή του αγαπημένου “Theme de Yoyo”, τους δαιμόνιους καλαμαράδες (
• Barbara’s Straight-Son) που ζωντανά μου έκαναν πολύ καλύτερη εντύπωση από ότι τα κομμάτια τους που βρήκα στο Youtube, οι πλείστοι των καλλιτεχνών να γέρνουν προς τον πειραματισμό.
Μπιρίτσα με κουπόνια απ’ το τραπεζάκι στην είσοδο, «φτανόμπιρα» όμως που πάντα μου «γελά», καλώ τις ντόπιες εφεδρείες εν είδη ζιβανίας αφού και ο Σ. δηλώνει ενδιαφέρον. Μόνο που αυτός στάζει δυο σταγόνες στο ποτήρι του και με αυτό βγάζει όλη τη νύχτα. Αμάαααν! Καταστροφή!

Μεσ’ το μεθύσι μου θυμάμαι αυτό που είδα το απόγευμα. Εκεί στο κοιμητήριο, δίπλα απ’ τη παλιά εκκλησιά του χωριού. Οι τάφοι των παπάδων –δεν προχώρησα να δω αν των «κοινών θνητών» έφεραν ίδιες επιγραφές –στο μάρμαρο σκαλισμένες οι λέξεις:

«ΘΑΝΩΝ ΕΤΩΝ 100» και «ΘΑΝΩΝ ΕΤΩΝ 102».  
Τη δεύτερη νύχτα στράφηκα στις «παραδοσιακές» μπίρες του καφενέ, τίποτα σημαντικά καλύτερο μα γνώριμο και επομένως πιο εύκολο στη διαχείριση. Μόνο που και το ρεπερτόριο στράφηκε σε «παραδοσιακά ηλεκτρονικά» ως επί το πλείστον, αυτά που κοροϊδευτικά αποκαλώ «τέσσερα τέταρτα»: Ντουπ, ντουπ, ντουπ, ντουπ.

Ο μόνος που ίσως να ξεχώριζε ήταν ο «αμερικάνος» (• Vacation Dad) αλλά… τη ζημιά που δεν έκαναν οι κερασμένες μπίρες την έκανε τελικά η πανούργα τεχνολογία. Εξ’ όσων κατάλαβα, κάποιος μετασχηματιστής τα ‘παιξε στην πρώτη νότα.
Είναι γκαντέμικο το νησί βρε αμερικάνε μου, πως να στο ξηγήσω;

Ευτυχώς, μια παρέα αράζει σε μια γωνιά δίπλα απ’ την καινούρια εκκλησιά και σηκώνει πανιά ρεμπέτικα. Από κοντά κάποιες κυράδες του χωριού. Μαζί και κάτι γεροντοπαλίκαρα που κερνάνε ζιβανιά χωριάτικη, παροτρύνουν τις γύρω νεανίδες φεστιβαλίστριες για χορό και τις αρπάζουν αγκαζέ στην πρώτη ευκαιρία.  
Έλα γεια μας!

Την επόμενη νύχτα θα έπαιζε και ο Ττερλικκάς μα δυστυχώς έπρεπε να φύγουμε Κυριακή απόγευμα.

***

Καθοδόν για Λευκωσία σταματάμε στου Κυβερνήτη. Επιτέλους, Θάλασσα!

Οι συνταξιδιώτες αράζουν στην παραλία καθώς τούτο το γέρικο Αγρινό βρέχει τ’ αχαμνά του σε γνώριμα νερά. Μέχρι να μπω όμως στη Μήτρα Όλων πέφτει σκοτάδι και δεν βλέπω την πρώτη σημαδούρα. Τραβάω ευθεία και ξέρω πως κολυμπάω πάνω από την «πρώτη φυτζία» των παιδικών μου χρόνων.  Αυτό αρκεί. Ελεύθερος!


Οι άλλοι δυο χαζεύουν ιπτάμενους θηρευτές της νύχτας που κυνηγάν ζωύφια ζαλισμένα από τον τεχνητό φωτισμό των παρακείμενων εστιατορίων. Το μάτι μου όμως στρέφεται αλλού, πρέπει το άσμα του • Trudell εκείνη τη στιγμή να τρύπωσε μεσ’ την κεφάλα μου, μαζί με της Φεγγάρως τις ακτίνες…
«…VOICES CATCHING UP VOICES CATCHING UP
WATCH OUT CHILD WATCH OUT CHILD
BABYLON FALLING DOWN FALLING DOWN…»
John Trudell, • Voices Catching Up”. 

Labels:

4 Comments:

Anonymous Anonymous said...

Καλώς τονε στα μέρη μας. Από κει παραδίπλα [Κέδαρες-Πραιτώρι] είναι οι πρόγονοί μου. "Στη Φιλούσαν εφιλούσαν, στο Πραιτώρι εθωρούσαν, στην Αρμίνου αγρηκούσαν", λέει η γιαγιά. :)

3/8/12 08:00  
Blogger the Idiot Mouflon said...

Επήραν με, εφέραν με, πάλε δαμέ είμαι όμως!

:-(

3/8/12 08:14  
Blogger Kai Na Katharisoume Tous Kakomoutsounous said...

Καλάμι για ψάρεμα; τσσσσ, ούλλον λάθη κάμνεις.

3/8/12 12:04  
Blogger the Idiot Mouflon said...

Λάθη επί λαθών. Ούτε πολιτικός της Κύπρου δεν με φτάνει!

3/8/12 13:24  

Post a Comment

<< Home