A Story in Black & White.
Ως αιώνιος τουρίστας όφειλε να δίνει σημασία.
Γι’ αυτό πότε-πότε, καθισμένος στο δωμάτιο ξενοδοχείου που νοίκιαζε, ο JJ άναβε την τηλεόραση και χάζευε πράγματα που καθόλου δεν τον ενδιέφεραν πλέον παρά μόνο σαν τρόπος να καταλαβαίνει τους γύρω του, ντόπιους και μη.
Συχνά έβαζε κανένα ειδησεογραφικό πρόγραμμα –πρωτίστως στον κρατικό τηλεοπτικό σταθμό –και άραζε μετά στη μικρή βεράντα με ένα τσιγαράκι και μισό ποτήρι κρασί για συντροφιά. Έτσι, γρήγορα απομόνωνε από αυτά που άκουγε τους τροπισμούς του καθενός, τις διαφορετικές τεχνοτροπίες της γλώσσας, αφήνοντας σε δεύτερη μοίρα το περιεχόμενο. Με μερικές εξαιρέσεις.
«Τι αλλαγές λέτε κ. Moya, Πρόεδρε του Συνδέσμου Διασκεδαστών, τι εννοείτε; Να ξαναμπεί ο καπνός στους χώρους διασκέδασης;»
Ακούγοντας το αυτό χαμογέλασε και έστρεψε το κεφάλι για να κοιτάξει την οθόνη πάνω απ’ τους ώμους του. Ο –μάλλον ροδαλός στα μάγουλα –δημοσιογράφος ήταν χρωματισμένος ποικιλοτρόπως.
«Καλά, αυτός απ’ το γραφείο του τι να ξέρει;», σκέφτηκε και ήπιε άλλη μια γουλιά κρασί. Μέσ’ απ’ τη τσέπη του κουδούνιζε ένα κινητό. Το βγάζει, απαντάει, ακούει υπομονετικά και αποκρίνεται: «Ναι, εκεί θα πάω μάλλον, θα σε δω εκεί, οκ;»
***
Άρπαξε κλειδιά, λεφτά, τσιγάρα και κατέβηκε στον προθάλαμο, πήρε ένα ενημερωτικό δελτίο για τα δρομολόγια ΜΜΜ και βγαίνοντας πήρε με το 11 κατεύθυνση Βορειοδυτική.
Τον τελευταίο χρόνο στα μαγαζιά επιβλήθηκε νόμος αντικαπνιστικός.
Τον πρώτο καιρό ο νόμος εφαρμόστηκε με μοναδικές εξαιρέσεις κάτι μαγαζιά τουριστικά σε κακόφημα προάστια της παραλιακής ζώνης, μακριά δηλαδή απ ‘ τη πρωτεύουσα. Σιγά-σιγά άρχισαν κι’ αλλού να ξεθαρρεύουν. Έτσι ή αλλιώς τα Όργανα έκαναν το γύρο τους απ’ τα «μαγαζιά βιτρίνας», αυτά δηλαδή που είχαν μακρόχρονη παράδοση ή ήταν σε κεντρικά σημεία και επομένως πρώτα στο δρομολόγιο των περιπόλων.
Υπήρχαν –κατόπιν καρφωμάτων –καταγγελίες εδώ κι’ εκεί στα άλλα μαγαζιά μα σύντομα αυτές οι περιπτώσεις άρχισαν να τυγχάνουν διευθέτησης με βάση συνοπτικές δημοκρατικές διαδικασίες εκ μέρους της λαϊκής κυριαρχίας και των ανεπίσημων εκπροσώπων της.
Τα απέφευγε αυτά τα μαγαζιά. Είχε και κάτι τράβαλα με το νόμο προ ολίγου καιρού, δεν τον απέλασαν μα πλήρωσε καλό πρόστιμο και υπέγραψε –για άλλα 5,000 –πιστή υπακοή του νόμου, δεν άντεχε τη σκέψη ότι κάτι που απολαμβάνει πρέπει να γίνεται υπό απειλή και μάλιστα με ενδεχόμενη αγγαρεία την απόπειρα συνεννόησης με τα Όργανα. Μπουζούκι.
Δεν ήθελε και να τσακώνεται με τον κόσμο, δεν ήθελε να συναντά αυτή την αλαζονεία του ηλίθιου που ξαφνικά νοιώθει κυρίαρχος γιατί νομίζει ότι έχει το μακρύ χέρι του Νόμου στο πλευρό του.
Τους τελευταίους μήνες όμως έκανε κι’ αυτός το γύρω του απ’ αυτά τα «παράνομα» μαγαζιά, είδε με τα ίδια του τα μάτια αυτό που ο ροδαλοχρωματισμένος δημοσιογράφος φαινόταν να αγνοούσε παντελώς. Άμα ιδιοκτήτες και πελάτες συναινούσαν, ο κόσμος κάπνιζε κανονικά.
***
Το μαγαζί στο οποίο κατέληξε μέχρι τώρα τηρούσε τον Νόμο για το κάπνισμα σε δημόσιους, κλειστούς εσωτερικούς χώρους. Αι μπαρουτοκαπνισμένοι πελάται –όπως χαϊδευτικά τους αποκαλούσε –είχαν τον τελευταίο χρόνο ως επιλογή την συνήθη λύση όσων μαγαζιών είχαν πρόσβαση σε αυλή ή πεζοδρόμιο, δηλαδή την εντός πλαστικών ή υφασμάτινων αντιανεμικών μέτρων… υπαίθρια οινοκατάνυξη επί πεζοδρομίου… με την επιλογή τσιμινιάς (σόμπας ξύλου) ή ανεμιστήρα, αναλόγως και του καιρού.
Τραπέζια και καρέκλες, ό,τι προλάβαινες.
Εννοείται πως συχνά ένα το μαγαζί ήταν σχετικά άδειο μέσα και με τον περισσότερο κόσμο στους ανοιχτούς εξωτερικούς χώρους… ενώ επίσης συχνά υπήρχε κόσμος που βολευότανε μέσα μέχρι να αδειάσει θέση. Όχι πως δεν υπήρχανε μη καπνιστές ανάμεσα στην πελατεία, τους έβρισκε κανείς μέσα στον κλειστό χώρο τόσο συχνά όσο τους έβρισκε και στον ανοικτό εξωτερικό χώρο. Ορισμένοι ήταν και πικρόχολοι: «Περνάτε καλά εδώ στο κρύο βρε;»
Φαίνεται ότι πολύ προσφάτως –αφού μόλις τις προάλλες είχε πάει πάλι εκεί –ο ιδιοκτήτης του χώρου απεφάσισε να τοποθετήσει μέσα στο μαγαζί του σταχτοδοχεία, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Στο κέντρο του μαγαζιού ανάρτησε το κείμενο του Νόμου και μια γνωμάτευση από το γραφείο της Γενικής Εισαγγελίας.
Αφού τον χαιρέτισε πήρε θέση σε τραπεζάκι έξω, παράγγειλε τεκίλα σε κοντό, άναψε τσιγαράκι και περίμενε. Σύντομα έφτασε το φιλαράκι με το οποίο συνεννοήθηκε στο τηλέφωνο, παράγγειλε μπίρα, άρχισε τη διήγηση των περιπετειών του. Η δουλειά, το παιδί, ο νέος έρωτας… ή μήπως όχι… κλπ. Μετά πέρασε απ’ το τραπέζι του και ένας παλιός μπάρμαν του μαγαζιού. Είχε τον πατέρα του άρρωστο και έτρεχε, ήρθε για να πληρωθεί έναντι και δεν κάθισε για πολύ αλλά είπε κι’ αυτός τις ιστορίες του, τα βάσανα του. Ήθελε και μια μετάφραση ιατρικής αναφοράς. Κουβέντα και ποτό, ποτό και τσιγάρο. Ανθρώπινα πράγματα.
Δεν πέρασε ώρα πολλή και σκάνε μύτη πέντε Όργανα της τάξεως, καλογυμνασμένα παιδιά με σκούρα ρούχα, πολιτικά. Ήρθαν να επιβάλουν την τάξη, γράφανε κάποιο κόσμο για το τσιγάρο εντός.
Βέβαια δεν τους είδε ποτέ ξανά να εκτελούν το συγκεκριμένο καθήκον, ούτε καν σε κανένα απ’ τα μαγαζιά όπου οι πελάτες απλά δεν χρησιμοποιούν σταχτοδοχεία, ίσως απλά να έτυχε και… όχι… δεν θυμόταν αν αυτά τα μαγαζιά είναι σ’ αυτό τον δρόμο ή σ’ αυτή την πόλη ή στην πάραδίπλα ή ακόμη και σε κάποια περιοχή της παραλιακής. Ίσως γι’ αυτό…μη έχοντας μέτρο σύγκρισης … ίσως να μην ερμήνευσε σωστά τα πράγματα αλλά…
Αλλά δεν φανταζόταν ότι για μαγαζί τέτοιου μεγέθους θα χρειάζονταν τόσοι –του φάνηκε υπερβολικό –και δεν κατάλαβε στην αρχή γιατί τα Όργανα ήταν τόσο νευρικά. Μόνο άμα άκουσε τον ιδιοκτήτη να τους μιλά ήρθε η εξήγηση:
«Νο σενιόρ πολιτσμάνε μου, δεν καταλάβατε, μα και εγώ συμφωνώ ότι… ναι συμφωνώ πως αυτό το θέμα πρέπει να εξεταστεί ενώπιον δικαστηρίου, δεν αντιλέγω».
«Εγώ σας λέω πως θα κερδίσω, εσείς κάντε τη δουλειά σας. Έντεκα μήνες σενιόρ πολιτσμάνε μου… 11 μήνες περνάτε απ’ εδώ δυό φορές τη βδομάδα και δεν βρήκατε κανέναν να καπνίζει, έτσι;»
Τα όργανα αναγκαστικά του γνέφουν με το κεφάλι καταφατικά.
«Ε, τι νομίζατε σενιόρ πολτσμάνε μου, ότι τρελλάθηκα μια νύχτα και είπα να κάνω του κεφαλιού μου, ε;»
Τους κοιτάει όλους στα μάτια ένα γύρω και πριν γυρίσει την πλάτη για να επιστρέψει στο μπαρ του τους λέει:
«Ό,τι δεν είναι κλειστό, είναι ανοικτό».
***
Όταν έφυγαν τα Όργανα η μουσική δυνάμωσε πάλι, ο σιόρ ιδιοκτήτης κουβέντιαζε με τους σύντροφους καταγγελλόμενους, «ενήλικες είστε, αποφασίστε μόνοι σας, εγώ πάντως σας λέω, είμαι ανοικτός εσωτερικός χώρος».
Ο J.J. σκεφτόταν τη θέση του μαγαζάτορα. Αν θέλουν να αλλάξουν πάλι το Νόμο θα χρειαστούν συμμαχίες γερές, έχουν τοπικές εκλογές σύντομα σε τούτη τη χώρα. Ίσως να μην τα κατάφερνε, ίσως τα πορτοπαράθυρα με τις ανοιχτές γρίλιες που έβαλε να μην γίνονταν δεκτά σαν «μη περιτοίχισμα που επιτρέπει τον σωστό εξαερισμό», σίγουρα τα Όργανα θα προσπαθούσαν –κατόπιν οδηγιών –να φοβίσουνε τον κόσμο με συνεχείς καταγγελίες, ίσως να εξαναγκαζόταν να εγκαταλείψει τις χειμερινές απόπειρες του ή να αφήνει εντελώς ανοικτή μια πλευρά του μαγαζιού, πιθανόν αυτή που έβλεπε πεζοδρόμιο αντί της πίσω εξόδου. Έξω ήδη είχε σόμπες και τέντα, θα έβαζε και έξτρα σόμπες μέσα στο μαγαζί. Μια καλή εγκατάσταση εξαερισμού υπήρχε ήδη. Το μαγαζί πάντως το καλοκαίρι άνοιγε μπρος-πίσω, παίρνοντας τη μορφή στοάς.
«Χμμμ», μούγκρισε μέσα απ’ το ποτήρι του. Σκεφτόταν, «μόλις ανοίξει ο καιρός
θα μπορεί ο κόσμος να καπνίζει
πάνω στο μπαρ».
«Μπουένος Αέρηδες βρε», είπε σηκώνοντας το ποτήρι προς τη μεριά της χαριτωμένης γκαρσόνας. Πλήρωσε και έκανε να φύγει, ήθελε να συναντήσει ένα φίλο σε ένα από εκείνα «τα άλλα» τα μαγαζιά.
Έκανε όμως μια στροφή και πήγε στο μπαρ μέσα, έγνεψε στον ιδιοκτήτη και τον καληνύχτισε:
« ».
Labels: ΞΕΝΙΤΕΊΑ